Σάββατο 28 Απριλίου 2012


ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Αν μιλάς για την κρίση του ταμείου, ναι, θα υπάρξει κάποιο πρόβλημα από τη στιγμή που οι πολίτες περνάνε μια δύσκολη οικονομική φάση. Αλλά αυτή η κρίση αφορά την ‘Ελληνική θεαμάτων’ και όποιον άλλο ξεκινάει τη χρονιά μετρώντας τα κουκιά. Τι μπορεί να ενδιαφέρει μια τέτοια κρίση εκείνον που υπηρετεί υψηλότερα ιδανικά;
Αν είσαι επαγγελματίας θεατρικός επιχειρηματίας, ή αν ανήκεις σ’ εκείνους που  υπολογίζουν από τις εισπράξεις της χρονιάς να τελειώσουν το σπίτι που χτίζουν στην εξοχή, σίγουρα θα έχεις πρόβλημα. Αν και αυτές οι κατηγορίες επαγγελματιών βρίσκουν πάντα τη λύση, ώστε να τελειώσουν το σπίτι ακόμη κι αν το ταμείο πάει μέτρια. Εσένα, Καλλιτέχνη, τι μπορεί να σε ενδιαφέρει αυτή η κρίση; Εσύ γνωρίζεις πολύ καλά ότι το θέατρο είναι συνυφασμένο με κρίσεις. Γνωρίζεις πως αν δεν υπάρχει κρίση δεν χρειάζεται να υπάρξει και θέατρο. Το θέατρο γεννήθηκε για να αντιμετωπίζει κρίσεις, αλλιώς είναι επουσιώδες. Θέατρο που δεν τίθεται αντιμέτωπο με κρίσεις είναι σαν να ξεσπάει επανάσταση στην ερημιά. Καλούμε το κοινό να ‘ρθει στο θέατρο με την προϋπόθεση ότι το απασχολούν προβλήματα, άρα περνάει μια κρίση. Αλλιώς γιατί να το φωνάξουμε να δει το Γκοντό; Για να γελάσει, είναι λίγο δύσκολο, να ευχαριστηθεί κλάμα, κάπως απίθανο. Να προβληματιστεί, ακούγεται πιο κοντινό. Τι έχουμε να πούμε σ’ έναν κόσμο χορτάτο, με λυμένα τα υπαρξιακά του, τα ερωτικά του, τα οικογενειακά του; Ή σ’ έναν κόσμο που αδιαφορεί για το πρόβλημα και θέλει απλώς να ξεσκάσει; Να γελάσει λίγο ‘επειδή όλη μέρα τρέχει’; Αυτοί είναι εν αγνοία τους υπηρέτες της κρίσης αλλά δεν το γνωρίζουν. Εσύ, όμως, Καλλιτέχνη, δεν κάνεις τέτοιο θέατρο. Απευθύνεσαι σε προβληματισμένους γι’ αυτό και ασχολείσαι με αυτά τα έργα. Ποιον εφησυχασμένο και αδιάφορο άνθρωπο ενδιαφέρει το πρόβλημα του Οιδίποδα, της Αντιγόνης και του Οθέλου; Για ποιαν κοινωνία χωρίς κρίση έγραψε ο Μίλερ, ο Μπέκετ, ο Ιψεν, ο Τσέχωφ;
Προσωπικά, από τότε που ανέλαβα όλη την ευθύνη πάνω μου, δεν θυμάμαι περίοδο χωρίς κρίση. Ξεκινήσαμε μέσα στη δικτατορία και παλεύαμε με το φόβο πως για ψύλλου πήδημα θα βρισκόμασταν στα μπουντρούμια. Ζούσαμε μέσα σε μια βαθύτατη κρίση. Μας είχαν στερήσει την ελευθερία μας. Όχι μόνο της έκφρασης, αυτό από μόνο του μπορούσε να θεωρηθεί και πολυτέλεια, μας είχαν στερήσει τη δυνατότητα της επιλογής. Περάσαμε στη μεταπολίτευση και είδαμε να ξαναγυρίζουμε πάλι προς τα πίσω, πριν τη δικτατορία, αλλά η δίψα για αλλαγή μετά από μια επταετία φρίκης μας έκανε να τα ανεχόμαστε όλα. Νιώσαμε σιγά-σιγά ότι ξεγελαστήκαμε και παλεύαμε να γλιτώσουμε από τα σάπια πολιτικά συστήματα που μας υπόσχονταν μια έξοδο από την κρίση ξεπουλώντας μας.  Μετά ήρθε η ‘αλλαγή’ και μάθαμε να ζούμε σε μια κοινωνία που είχαν πέραση μόνο τα κομματόσκυλα. Τότε βλέπαμε την Κρίση που ερχότανε να μας αποτελειώσει χωρίς να μπορούμε να την προσδιορίσουμε ακριβώς, αλλά διαισθανόμασταν το τέλος. Δεν άργησε πολύ. Σαν φυσική εξέλιξη ήρθε το χάος. Η ‘ευημερία’ οδήγησε στην αποθέωση του χαβαλέ. Χρηματιστηριακή μανία, επενδύσεις, κουμπαριές, πονηρές και εύκολες κονόμες από τη μια, μεταμοντερνιές, ανησυχίες του κώλου, προτάσεις χωρίς άποψη, νοήματα δίχως ειρμό από την άλλη. Μπάτε σκύλοι αλέστε. Εκεί να δεις κρίση. Όποιος ήταν περισσότερο αναιδής είχε σοβαρές ελπίδες να γίνει μεγάλος. Σ’ όποιον η βλακεία του βάραγε κόκκινο, αποκτούσε οφίτσια. Η διαπλοκή, οι παρτούζες, τα στοχαστικά νυχτέρια με εκλεκτό μαύρο εκ Περσίας, οι παντοειδείς αλλαξοκωλιές, ο αποκλεισμός του Όχι, η αναζήτηση της εύκολης επιτυχίας, η επικρότηση με ηλίθια επιχειρήματα κάθε μαλακίας που σβούριζε σε ακατοίκητους εγκεφάλους, το λάδωμα του καλλιτεχνικού συντάκτη, του κριτικού, του διευθυντή, ο λιβανωτός, το γλείψιμο, η παραίτηση από κάθε αντίσταση, η επιμονή στον αποκλεισμό του όχι, του κάθε Όχι, η λατρεία ενός τεράστιου Ναι που δοξάστηκε και χρυσοπληρώθηκε όσο τίποτα άλλο. Όποιος ανησυχούσε λίγο παραπάνω ονομαζόταν κουλτουριάρης, μια βρισιά που είναι χειρότερη κι από το να σε πούνε δωσίλογο. Και το θέατρο να πρέπει να αντιστέκεται. Αλλιώς τι θέατρο είναι; Να λιβανίσουμε την πλαστική ευδαιμονία; Να παριστάνουμε πως όλα είναι θαυμάσια και να δεχτούμε εκείνο το εύκολο, πως μόνο οι απαισιόδοξοι υποφέρουν και να φωνάξουμε αυτό που κάποιοι ανοητούληδες προτείνουν ανέξοδα, ’αμάν πια αυτή η μιζέρια’ κάνοντας πως δεν την βλέπουμε; Να αποδεχτούμε τη ρετσινιά του ‘κουλτουριάρη’ και του ανήσυχου; Να ξυρίσουμε τα κεφάλια για να προσαρμοστούμε στη μόδα, να φωτογραφηθούμε σε περίεργες πόζες, να κάνουμε περίεργα μακιγιάζ και χτενίσματα για να δείξουμε αντικομφορμισμό, να ντυθούμε τάχα μου άνετα και αδιάφορα, να αντικαταστήσουμε τη δυσκολία που αισθανόμαστε να προσαρμοστούμε στη σαχλαμάρα με πλαστή άνεση και ευκολία, να γυρίσουμε την πλάτη στο παρελθόν επειδή η θύμησή του ενοχλεί κάποιες εστέτ κριτικούς θεάτρου, να απαρνηθούμε την ιστορία μας; Ποιους βολεύει η λήθη; Να δεχτούμε εκείνο το ‘λαπάδες’ που μας καταλόγισε ο Κούβελας ή να συμβιβαστούμε με το ‘κουραδόμαγκες’ που μας αποκάλεσε ο ευγενέστατος πολιτικός ανήρ Θεόδωρος Πάγκαλος; Ναι, αυτό είμαστε γι’ αυτούς, τι νομίζεις; Να τα ξεχάσουμε λοιπόν όλ’ αυτά αν θέλουμε να πάμε μπροστά; Πού μπροστά; Τι θα βρίσκαμε δηλαδή μπροστά όταν αγνοούσαμε το πίσω; Ξέρουμε πάντα ότι ήμαστε σε κρίση. Ότι πάντα θα ήμαστε σε κρίση και κάνουμε θέατρο για να την πολεμήσουμε, να της αντισταθούμε, να την εξοντώσουμε για να ξημερώσει μια καλύτερη μέρα. Όχι δεν ανακαλύφθηκε φέτος η κρίση. Διαβάζεις άρθρα από το ’50, του Πλωρίτη, του Νίτσου, του Κουν, του Μινωτή, εκατοντάδων εργατών του θεάτρου και όλοι μιλάνε για κρίση. Διαβάζεις Βιλάρ, Κοτ, Μπέκετ, Μπρεχτ και όλοι μιλάνε για κρίση. Διαβάζεις αρχαίους, για κρίση μιλάνε. Αυτή η κρίση να σ’ ενδιαφέρει. Που σε κάνει να γράφεις γκρήκλις, που δίνεις στο θίασό σου μια αμερικανογενή ονομασία, που τα τρία τέταρτα των έργων που παίζονται στην Αθήνα έχουν εγγλέζικο τίτλο, που, που, που…
Που ζεις όπως ζεις.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ


δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ της 21.10.2010


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου