Δευτέρα 23 Απριλίου 2012



ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ ΘΕΑΤΡΩΝ ΓΙΑ ΤΟ 2011-2012


ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΥΠΠΟΤ
ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ


Αγαπητέ Κύριε,
αντιλαμβανόμενος τη δυσκολία στην οποία βρίσκεται τα τελευταία χρόνια η νοοτροπία ‘να τελειώνουμε με τους παλιούς’, νοοτροπία που υπηρετείτε με ιδιαίτερο ζήλο και που τώρα δεχτήκατε να υπηρετήσετε και επισήμως χάριν ενός αδιάφορου και αδαούς Υπουργού και των άσχετων περί αυτόν, επιθυμώ να σας συμπαρασταθώ σε αυτή τη δύσκολη θέση που σας φέρνουν αιτήσεις θεάτρων σαν και το δικό μου που, για κάποιο δικό σας λόγο,  σας είναι κάρφος στο μάτι σας. Η ηρωική απόφασή σας να με επιχορηγήσετε με είκοσι χιλιάδες ευρώ, εκτός των άλλων είναι και προσβλητική. Αν ήσασταν σχετικός με τα πρακτικά του θεάτρου θα γνωρίζατε, και αν όχι θα μπορούσατε να το μάθετε διαβάζοντας την αίτησή μου, ότι για το Θέατρο ΣΤΟΑ αυτή την εποχή, είκοσι χιλιάδες είναι τα έξοδα είκοσι πέντε ημερών.
Δεν θα σας δώσω την ικανοποίηση να αισθανθείτε ότι δεν ‘αφήσατε κανέναν απόξω’. Θα βγω μόνος μου. Θα αρνηθώ αυτά τα χρήματα και θα σας τα επιστρέψω. Επειδή είμαι αξιοπρεπής και έτσι πορεύτηκα σε όλη μου την καριέρα. Έτσι θα μπορέσετε να χρησιμοποιήσετε αυτές τις είκοσι χιλιάδες σε ένα σχήμα που με αυτά τα λεφτά θα μπορούσε πιθανόν να ξεκινήσει κάτι. Η ΣΤΟΑ όμως είναι ένας οργανισμός που απασχολεί κόσμο, έχει υψηλό ενοίκιο και έχει το ελάττωμα να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της. Θα σας ευχαριστήσω για τη γαλαντομία σας αλλά θα σας θυμάμαι για την προσβολή σας. Όχι μόνο αυτή των είκοσι χιλιάδων, αλλά κι εκείνη που δηλώσατε ότι είστε η μοναδική επιτροπή που δεν σιτίζεται από τους επιχορηγούμενους. Θα το σκεφτώ αν αξίζει τον κόπο να σας κάνω μήνυση. Απλώς υποψιάζομαι ότι ειπώθηκε πάνω στον ενθουσιασμό σας για το σπουδαίο έργο που επιτελέσατε, και πιθανόν να αναφέρεστε σε περιπτώσεις που γνωρίζετε αλλά δεν κατονομάζετε. Όμως όταν γενικολογούμε αντί να έχουμε τον ανδρισμό να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, κινδυνεύουμε να γίνουμε γελοίοι.


Σας ευχαριστώ
Θανάσης Παπαγεωργίου

29 Φεβρουαρίου 2012


ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ''Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ''

Η ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΕΤΕΙΑΣ

Το να μιλάς για θεατρικές επιχορηγήσεις σε μια περίοδο εξαθλίωσης μπορεί και να φανεί θράσος. Αλλά ας μας επιτραπεί να απαιτούμε χρήματα για τον Πολιτισμό σε όποια οικονομική κατάσταση κι αν βρισκόμαστε. Τα χρήματα που δίνονται γι’ αυτόν δεν καλύπτουν κανένα κενό και σίγουρα μπορούν να μας καταστρέψουν ψυχικά και ηθικά, αν σε τέτοιες εποχές κρίσης, καταργηθούν. Και για όποιον είναι περισσότερο οξυδερκής, είναι φανερό ότι κυρίως σε τέτοιες εποχές χτυπιέται η παραγωγή πολιτιστικού προϊόντος, ακριβώς επειδή σκοπός του είναι να αποκαλύπτει την αλήθεια. Παρακάμπτουμε λοιπόν τις φασίζουσες κορόνες που θέλουν να θεωρείται η επιχορήγηση των Τεχνών μια προσωπική παροχή σε κάποιους εκλεκτούς του συστήματος.

Η περίοδος που ανακοινώνονται οι θεατρικές επιχορηγήσεις, χαρακτηρίζεται από τις αντιδράσεις των θιάσων εκείνων που, κατά τη γνώμη τους, αδικήθηκαν. Κατά κανόνα οι περισσότερες διαμαρτυρίες είναι δίκαιες και, κατά κανόνα, μένουν αναπάντητες επειδή ποτέ, καμία Γνωμοδοτική Επιτροπή δεν μπαίνει στον κόπο να υπερασπίσει τις επιλογές της, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν μπορεί να εξηγήσει τα ανεξήγητα. Κι αυτό, επειδή πρόκειται πραγματικά για επιλογές και μάλιστα ιδιαιτέρως υποκειμενικές και καθόλου, μα καθόλου, για στοιχειώδεις αντικειμενικές αντιμετωπίσεις των πραγματικών αναγκών του ελληνικού θεάτρου. Ας μην κρυβόμαστε. Ανάλογα από την αισθητική και τις προτιμήσεις κάθε Επιτροπής επιλέγεται η επιχορήγηση ή όχι κάποιων θεάτρων. Και η αισθητική συνοδεύεται συνήθως από προσωπικές γνωριμίες, διαπλοκές, φιλίες και συνεργασίες. Και ας είπε ο φετινός πρόεδρος, επιτιθέμενος εναντίον όλων των προηγούμενων Επιτροπών – που καμιά δεν αντέδρασε - πως η φετινή είναι μια Επιτροπή ‘που δεν σιτίζεται από τους θιάσους’. Προφανώς πιστεύει ότι δεν θυμόμαστε που ανήκει.
Η φετινή Γνωμοδοτική Επιτροπή έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Κατάφερε με το ζόρι να συγκροτηθεί, αφού πολλοί αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους και αφού μεσολάβησαν πολλές παραιτήσεις και αντικαταστάσεις. Στην αρχή αναθαρρήσαμε σκεπτόμενοι ότι δεν θα βρεθούν άτομα να στελεχώσουν Επιτροπές του Γερουλάνου, ενός υπουργού που έχει απαξιώσει σε τέτοιο βαθμό του Υπουργείο Πολιτισμού, ώστε να αναρωτιέται κανείς αν τοποθετήθηκε για να προωθήσει ή για να εξαφανίσει τον πολιτισμό. Ελπίζαμε πως, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, δεν θα βρισκόταν άνθρωπος να υπηρετήσει την ανύπαρκτη πολιτική του, ούτε να αποδεχτεί την αρνητική και βάναυσα προσβλητική στάση του απέναντι στους ανθρώπους της Τέχνης και του Πνεύματος. Αν σ’ αυτό προσθέσει κανείς ότι οι καθυστερημένες υπουργικές ανακοινώσεις για το θέατρο είχαν το θράσος να μιλάνε για γρήγορη και έγκαιρη καταβολή των επιχορηγήσεων – πράγμα εντελώς αδύνατο αφού ούτε λεφτά ούτε χρόνος υπήρχε - αντιλαμβάνεται πόσο εύλογη θα ήταν η άρνηση κάθε σοβαρού ανθρώπου να συμμετάσχει σε έναν τέτοιο εμπαιγμό του ελληνικού θεάτρου, που εκ των προτέρων θα άφηνε εκτεθειμένα τα μέλη οποιασδήποτε επιτροπής, όσο εργατική κι αν ήταν. Πέσαμε έξω. Η Γνωμοδοτική Επιτροπή σχηματίστηκε και ανάλαβε να υλοποιήσει ένα Γερουλάνειο πρόγραμμα που ανακοινώθηκε στους δημοσιογράφους σε ένα μπαράκι στις 30 Μαΐου και υποσχόταν μοντέρνους τρόπους αξιολόγησης(ένα μέλος που παραιτήθηκε αναρωτιότανε πώς μπορεί η τέχνη του θεάτρου να αξιολογηθεί με μαθηματικά…) και επαναστατικές μεθόδους. Ανακαλύφθηκε η μοριοδότηση, ένα μοντέλο χρησιμοποιημένο ήδη με πλήρη αποτυχία πριν από είκοσι χρόνια, εμπλουτισμένο με τεχνοκρατικά κόλπα, που ανάγκασαν ένα άλλο μέλος(που όμως δεν παραιτήθηκε…) να δηλώσει πως ‘η αξιολόγηση δεν γίνεται με ποιοτικά κριτήρια, αλλά με κριτήρια που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση ενός εστιατορίου’!  Όπως και να γινόντουσαν οι αξιολογήσεις, ο εμπαιγμός ήταν φανερός: καμία επιτροπή, όσες ώρες κι αν συνεδρίαζε δεν θα μπορούσε να ολοκληρώσει μια τόσο δύσκολη δουλειά για να προλάβει τη θεατρική περίοδο, πόσο μάλλον όταν στις 28 Σεπτεμβρίου ανακοινωνόταν ακόμη η τελική συμπλήρωση της Επιτροπής, οι φάκελοι δεν είχαν δοθεί στα χέρια των μελών της  επειδή δεν υπήρχαν χρήματα για φωτοτυπίες και η δουλειά γινόταν μέσα από έναν υπολογιστή!… Όμως επέμεινε ότι θα ολοκληρώσει το έργο που της ανατέθηκε και κατάφερε στο τέλος Φεβρουαρίου του 2012, έξη εβδομάδες πριν τελειώσει η θεατρική περίοδος, να δώσει στον Γερουλάνο την ικανοποίηση να περηφανεύεται ότι επιχορήγησε το ελληνικό θέατρο για την θεατρική περίοδο 2011-2012!! Αλλά πώς είναι δυνατόν να πιστεύεις ότι υπηρετείς το ελληνικό θέατρο που το γελοιοποιούν αφήνοντάς το έκθετο σε μια προβοκατόρικη ‘δημόσια διαβούλευση’, που ζητάει μάταια επί μήνες μια ακρόαση από τον υπουργό που το περιφρονεί με τη στάση του, που κάνει πορείες και διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στέλνοντας υπομνήματα και ανακοινώσεις, που οι σκηνές κλείνουν η μία πίσω από την άλλη, που οι παραγωγές ματαιώνονται και που όλοι ψάχνουν για μονολόγους; Πώς αναλαμβάνεις να υπηρετήσεις ένα σχέδιο που ξέρεις πως όταν υλοποιηθεί, αν υλοποιηθεί, θα έχει προχωρήσει η αποσύνθεση; Ενώ, λοιπόν, η επιτροπή αξιολογούσε σε ένα κομπιούτερ την προσφορά θιάσων με είκοσι, τριάντα και σαράντα χρόνια παρουσίας, ένα θέατρο δήλωνε αναστολή της λειτουργίας του από τον Νοέμβρη και ένα άλλο έκλεινε στο τέλος Γενάρη…

Ώδινεν όρος και έτεκε μυν και το όνομα αυτού ‘Πρόγραμμα υποστήριξης της θεατρικής Τέχνης’. Όπου δεν γίνονται δεκτές δύο παραγωγές. Ή μόνο μία, ή 3-5. Και ενώ ένα θέατρο υποβάλλει πρόταση για πολλές παραγωγές επιδοτείται αναιτιολόγητα για μία. Όπου ενώ τα ποσά καθορίζονται από 25000-70000, για κάποιους μειώνονται στις 20000(η περίπτωσή μας…). και όπου τέλος πάντων διαδηλώνοντας ένα συγκινητικό ενδιαφέρον για τους νέους, αυτή η σύγχρονη πιπίλα, μοιράζουμε κάτι ψίχουλα σε κάποιες νέες ομάδες και ξεχνάμε ότι μ’ αυτά τα χρήματα δεν είναι σε θέση να κάνουν τίποτα. Κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε ότι δεκαπέντε, είκοσι και τριάντα χιλιάδες δεν προσφέρουν τίποτα περισσότερο από το να στηθεί ένα υποτυπωδώς ανεκτό σκηνικό, να νοικιαστεί ένας προτζέκτορας και να ξοδευτούν λίγα χρήματα παραπάνω για να νοικιαστούν μερικά ρούχα. Και τάχα μου δεν ξέρουμε - κάτι που το ξέρουν όλοι αλλά παριστάνουν τους απληροφόρητους - ότι το μόνο που προσφέρουμε σε έναν νέο είναι να πληρώσει ένα εξοντωτικό ενοίκιο σε άπληστους αιθουσάρχες, που συνήθως είναι επιχορηγούμενοι με παχυλά ποσά. Ακόμα, δίνονται χρήματα σε παραγωγές που έχουν υλοποιηθεί με έξοδα του Ωνάσειου, χωρίς να κρατούνται ούτε καν τα προσχήματα αφού ένα μέλος της επιτροπής είναι μια αρμόδια για τα θεατρικά του Ιδρύματος αυτού. Δίνονται χρήματα σε επαναλήψεις παλαιότερων παραγωγών και σε άλλες, που ακόμα, μήνα Μάρτιο δεν έχει ξεκινήσει καμία διαδικασία. Τέλος ισχυριζόμαστε ότι βάζουμε μια τελεία στο άθλιο κατεστημένο που λυμαινόταν όλα αυτά τα χρόνια τις επιχορηγήσεις, αλλά στην ουσία μειώνουμε δραστικά, σε βαθμό εξόντωσης, μόνο τα ποσά του Θεάτρου Τέχνης, του Απλού, της Στοάς και του Κεφαλληνίας. Ανακαλύφθηκαν τελικά οι αχρείοι του ελληνικού θεάτρου! Κανένας άλλος δεν πειράχτηκε στην ουσία, όλοι υπέστησαν μια φυσιολογική μείωση. Δεν μένει τώρα παρά να κάνουμε τον λογαριασμό και να υπολογίσουμε το έργο που έχουν προσφέρει αυτοί οι τέσσερις απατεώνες που πλούτισαν τόσα χρόνια με το δημόσιο χρήμα. Θα είναι εύκολο φαντάζομαι γιατί δηλώθηκε ότι ήταν μια επιτροπή με «αλληλοσυμπληρούμενη γνώση, μακρόχρονη συστηματική παρακολούθηση και επί μέρους γνώσεις επί πρακτικών και ουσιαστικών ζητημάτων». Όμως, ποιος θα το αρνηθεί ότι πάρα πολλές νέες δυνάμεις ξεπηδήσανε από τα ‘παλιά’ θέατρα που δεκαετίες τώρα τροφοδοτούν τη θεατρική αγορά με νέους ανθρώπους, σε όλους τους τομείς. Ας αποδειχτεί το αντίθετο.

Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι οι επιχορηγήσεις είναι κεκτημένο δικαίωμα. Αυτό που ζητούσε πάντα το ελληνικό θέατρο από την Πολιτεία ήταν, επιτέλους, ένα σωστό κριτήριο. Κάτι που σπάνια συναντήσαμε, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις. Δεν επέστρεψα την επιχορήγηση που μου δόθηκε φέτος γιατί δεν την έχω ανάγκη. Αντίθετα αμφιβάλλω αν θα μπορέσουμε να κρατηθούμε για πολύ ακόμη. Η άρνησή μου είναι μια πράξη διαμαρτυρίας για την έλλειψη σεβασμού στην αντιμετώπιση ενός θεάτρου που η προσφορά του πρέπει να ‘εξεταστεί’. Έχω κουραστεί να δίνω εξετάσεις σε κάθε νέο ειδήμονα. Ή γνωρίζει ή δεν γνωρίζει. Εγώ δεν απαιτώ, αλλά ούτε επαιτώ. Θα προτιμούσα να κλείσω τη Στοά παρά να την λειτουργώ για να αποδείξω σε κάποιους κάτι, που μου είναι αδιάφορο αν θα τους αποδειχτεί ή όχι.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΜΑΡΤΙΟΣ 2012


ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ''ΖΩ2''

ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΟΑ

Τα τελευταία χρόνια, η καινούργια κατάσταση πραγμάτων, η λεγόμενη ανανέωση, προσπαθεί με κάθε τρόπο να ακυρώσει την ύπαρξη εκείνων των αξιών που έχουν δημιουργήσει παράδοση στα πνευματικά πράγματα της χώρας. Το Θέατρο ΣΤΟΑ που επί σαράντα ένα συνεχόμενα χρόνια διακονεί την τέχνη του θεάτρου με σοβαρότητα και συνέπεια, σεβόμενο πάνω απ’ όλα τη νοημοσύνη των θεατών του, κάτι σπάνιο στο σύγχρονο θεατρικό γίγνεσθαι, ένα θέατρο που κατόρθωσε μέσα από αντίξοες συνθήκες τόσο οικονομικές, όσο και πολιτικές, αφού ιδρύθηκε και ανδρώθηκε μέσα στη δικτατορία, ένα τέτοιο θέατρο κατάφερε να στεριώσει και να δημιουργήσει ιστορία μέσα στον ελληνικό θεατρικό χώρο. Σήμερα το θέατρο ΣΤΟΑ είναι το δεύτερο σε μακροβιότητα ιδιωτικό ελληνικό θέατρο, μετά από το Θέατρο Τέχνης του Κουν! Όσοι γνωρίζουν έστω και λίγα πάνω στο θεατρικό επάγγελμα, μπορούν να αντιληφθούν το μέγεθος του επιτεύγματος.
Για την ιστορία, το Θέατρο ΣΤΟΑ έχει ανεβάσει περί τα 100 έργα, εκ των οποίων τα εβδομήντα νέων Ελλήνων συγγραφέων, έχοντας προσφέρει περί τους τριάντα νέους και άγνωστους Έλληνες συγγραφείς, που με την δουλειά τους πρωτοστάτησαν στην αλλαγή του θεατρικού τοπίου που είχε λιμνάσει μέσα στη φαρσοκωμωδία και το ξενόφερτο μπουλβάρ. Το Θέατρο ΣΤΟΑ είναι εκείνο που, κατά την εκτίμηση της επίσημης κριτικής, δημιούργησε νέα σχολή υποκριτικής και αντιμετώπισης του νεοέλληνα, έτσι ώστε να είναι συνυφασμένο με την ανανέωση του ελληνικού θεάτρου και, κυρίως, με τη μεταστροφή του Έλληνα θεατή προς το ελληνικό έργο, το οποίο δεν έχαιρε καμιάς υπόληψης. Η Πολιτεία αναγνωρίζοντας την προσφορά μας αποφάσισε να μας επιχορηγεί, από το 1979, γνωρίζοντας ότι τέτοια θέατρα, λόγω του στόχου τους και των επιλογών τους, δεν είναι σε θέση να επιβιώσουν χωρίς την κρατική συμπαράσταση με μόνο έσοδο τις εισπράξεις του ταμείου τους, αφού επιδίωξή τους δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι η οικονομική επιτυχία, όσο κι αν πολλά από τα έργα που ανεβάστηκαν εκεί δημιούργησαν και οικονομικές επιτυχίες. Βασική επιδίωξη ήταν και είναι η προσφορά αληθινής πνευματικής τροφής για τον Έλληνα θεατή. Και αυτό δεν συμφέρει κανέναν σήμερα.
Τόσο η παρουσίαση άγνωστων συγγραφέων, η αναζήτηση νέων φωνών, η ανάγκη αλλαγής του κλίματος που επικρατούσε και επικρατεί στα πράγματα και η ριζοσπαστική διάθεση για δημιουργία μιας νέας τομής, όσο και ο συνήθως μεγάλος θίασος, δυσανάλογος με τα έσοδα από τα εισιτήρια, αλλά και το εξοντωτικό ενοίκιο, απίστευτο για ένα θέατρο στην άκρη μιας γειτονιάς, δεν θα μπορούσαν ποτέ να επιβιώσουν χωρίς την κρατική υποστήριξη. Και καυχιόμαστε επειδή αυτή την υποστήριξη δεν την προδώσαμε ποτέ και δεν την σπαταλήσαμε για προσωπικό πλουτισμό, αλλά την εξαργυρώσαμε με δουλειά ποιότητας που αναγνωρίστηκε από το θεατρόφιλο κοινό που επί σαράντα τόσα χρόνια μας στήριξε.
Όμως πάντα υπάρχει και το αλλά. Που στις μέρες μας λέγεται αλλαγή. Και πάντα υπάρχουν εκείνοι που δεν κάθονται αναπαυτικά στη θέση τους όσο υπάρχουν ανεξάρτητες φωνές και εστίες αντίστασης. Θέατρα σαν τη ΣΤΟΑ πρέπει να εξαφανιστούν επειδή η ύπαρξή τους δεν εξυπηρετεί τους στόχους της νέας κατάστασης, που προτιμά να διαθέτει πολίτες χωρίς σκέψη, χωρίς προβληματισμό, χωρίς βούληση και χωρίς γνώμη. Σε οποιαδήποτε πολιτισμένη χώρα που σέβεται τους πολίτες της, θέατρα σαν τη ΣΤΟΑ θα ήταν φάροι για να φωτίζουν το δρόμο των νεότερων γενεών. Θα ήταν παραδείγματα προς μίμηση. Σήμερα, σε καιρούς που βασιλεύει η βλακεία, η εύκολη σκέψη και η μανία του πλουτισμού και της απάτης, δεν συμφέρει να υπάρχουν φωνές που εναντιώνονται. Και από τη στιγμή που μπορούμε να τις εξοντώσουμε, σπεύδουμε να το κάνουμε για να ξεμπερδεύουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα για να προφυλάξουμε τις καρέκλες που με τόση δουλοφροσύνη, δοσιλογισμό και λαμογιά, κατακτήσαμε. Μειώνοντας την επιχορήγηση σε βαθμό εξοργιστικά ταπεινωτικό – να σκεφτεί κανείς ότι επί τριάντα χρόνια το θέατρο Στοά βρισκόταν μέσα στα πρώτα δέκα επιχορηγούμενα θέατρα και φέτος ξαφνικά βρέθηκε στην τελευταία θέση(!), ίσα-ίσα για να μην μπορέσουμε να πούμε ότι μας διέγραψαν εντελώς – ελπίζουν ότι θα το αναγκάσουν να κλείσει. Να εξαφανιστεί. Μπορεί και να γίνει αυτό. Όμως δεν θα κρατήσει για πολύ η χαρά τους επειδή τους διαφεύγει κάτι πολύ σημαντικό. Θέατρα σαν το δικό μας έχουν σπείρει τον σπόρο για να φυτρώνουν πάντα εστίες ελπίδας. Ακόμα κι αν κλείσουν εμάς, θα ξεφυτρώσει κάποιο άλλο θεατράκι, σε μια γωνιά της Αθήνας που θα γίνει κάρφος στο μάτι τους, για να συνεχίσει τον αγώνα της πνευματικής αντίστασης. Γιατί η μόνη ελπίδα που μας απομένει σε αυτές της εποχές της ξενόδουλης κατοχής είναι να διατηρήσουμε το πνεύμα υψηλόφρον ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς και της εξαθλίωσης. Σε όσους ενδιαφέρονται να αντισταθούν στην πνευματική υποδούλωση, τους ανήκει η υποχρέωση να βοηθήσουν στη διατήρηση τέτοιων εστιών. Γιατί εδώ και αρκετό καιρό έχει διαφανεί τι περιμένει τον Έλληνα που θα αναζητήσει λίγη αληθινή ψυχαγωγία.

ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2012

1 σχόλιο:

  1. Αυτό θα μας σώσει! Να λέμε την αλήθεια, να κρατάμε ψηλά το κεφάλι, να θυμόμαστε, να θυμώνουμε, να καταγγέλουμε...και προπαντός να μην φοβόμαστε για όλα αυτά....

    ΑπάντησηΔιαγραφή