Τετάρτη 1 Μαΐου 2019


ΤΩΡΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΑΣ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ…

Με το που το είδα πάνω στη σελίδα, εντελώς αγενέστατα, ανοίγει το παράθυρο και μπαίνει μέσα. Ένα πουλάκι, μικρότερο κι από σπουργίτι, μεγαλύτερο κι από σταυραετός. Μου τριβελίζει τ’ αυτιά με διάφορες γαλιφιές κι εγώ, επίσης εντελώς αγενέστατα, αποκτώ ένα ηλίθιο θάρρος και νιώθω φίλος. Άβολα, όμως. Το νιώθεις ότι είναι μια λυκοφιλία. Το νιώθεις ότι δεν πρόκειται να σου χαρίσει εύκολα τον εαυτό του. Ίσα-ίσα μερικά λόγια για να γνωριστείτε, κάποιες κουβέντες της εξοικείωσης και μετά, μόλις νιώσεις λίγο άνετα και εκφράσεις την ανάγκη ν’ ανοίξουμε το παράθυρο να πάρουμε μια ανάσα, κάνει μια και πετάει έξω. Φεύγει απροειδοποίητα. Αφού σε έκανε να νιώσεις δικός του, αφού σε παρέσυρε σε μια σειρά εξομολογήσεων, αφού πίστεψες ότι μπορεί και να βρήκαμε τον καλύτερο φίλο, σε γράφει στα παλιά του τα παπούτσια και εξαφανίζεται στο χάος. Θυμώνεις, βρίζεις και διαμαρτύρεσαι για την προδοσία, μετανιώνεις που εκτέθηκες μπροστά του, αναρωτιέσαι τι δεν έκανες καλά και σ’ εγκατέλειψε, παρακαλάς θεούς κι αγίους να ξαναγυρίσει για λίγο, αλλά τίποτα. Το παίρνεις απόφαση ότι ήταν μια εντελώς τυχαία, κοινή συνάντηση, που η ευαισθησία σου τη μεγαλοποίησε, ίσως και η ανάγκη που έχεις να βρεθείς με κάτι νέο, καινούργιο, άγγιχτο, πάντως μια ερωτική συνεύρεση που άρχισε και τέλειωσε με ένα χάδι, απ’ αυτά που σε ξεσηκώνουν μέχρι τρέλας. Αρχίζει το βασανιστήριο της αυτοκριτικής, τι κακό έκανα, τι λάθος είπα, πού τον πρόσβαλα, αφού τον λαχτάρησα από την πρώτη στιγμή και του το ‘δειξα – μήπως αυτό ήταν το λάθος μου; αυτό ήταν δεν έπρεπε να δείξω την πείνα μου, α, να χαθείς λιγούρη, μονολογώ – αφού του υποσχέθηκα ότι θα τον αγαπήσω, θα τον σεβαστώ, θα τον τιμώ σε κάθε επαφή μας… Ίσως δεν έπρεπε ν’ ανοίξω το παράθυρο, το πήρε σαν προσβολή, θεώρησε ότι τον βαρέθηκα ή ότι δεν μου άρεσε η μυρωδιά του, μάλλον αυτό, τη διάθεσή μου να ξελαμπικάρω λίγο, για μια στιγμή, την παρεξήγησε, παρεξηγήθηκε!
Για να ξορκίσω το κακό αρχίζω να κάνω από την αρχή ότι κάναμε όταν μπήκε εδώ, θυμάμαι είχα πάρει ένα βιβλίο, το ξαναπαίρνω, το ανοίγω πάλι στην αρχή του, πετάγομαι μια στιγμή και στις τελευταίες σελίδες, γιατί άραγε; αρχίζω να το διαβάζω και νιώθω ξαφνικά κάτι ν’ ανοίγει το παράθυρο με αγένεια, την αγένεια δεν θα του την πω, αυτό δεν θα του το πω μη σηκωθεί και φύγει πάλι, και να εισχωρεί στον χώρο μου, στρογγυλοκάθεται και του πιάνω – ή μου πιάνει; να κάτι που δεν θυμάμαι καλά – την κουβέντα γύρω από το χτες του και το προχτές του, το περσινό του και το προπέρσινο, το πριν από χρόνια κι από αιώνες, το γιατί του και το πώς του, νομίζω πως ο ένας ρωτούσε τον άλλο για τα ίδια ακριβώς πράγματα, σαν να θέλαμε να μάθουμε ό ένας για τον άλλο τα ίδια ακριβώς πράγματα, ταύτιση το λένε; πώς τρως, πώς πίνεις, τι σ’ αρέσει, ποιες γυναίκες, τι φαγητά, πας στο γήπεδο, πιστεύεις στον Χριστό, πότε το ‘κοψες το τσιγάρο, αγάπησες τους γονιούς σου, γιατί έχεις αυτό το μίσος στη μάνα σου, γιατί τον χτύπησες τον πατέρα σου τόσο βάναυσα, τον πίκρανες ρε, πίνεις πολύ, όχι δεν πίνω, πίνω όσο χρειάζομαι, αλλά είμαι λιχούδης, αυτό ναι, μ’ αρέσουν τα γλυκά, να πάω ν’ αγοράσω από δίπλα, όχι μη φεύγεις, όχι μη φεύγεις, όχι μη φεύγεις, τρεις φορές το είπε, τον καθησύχασα ότι δεν θα φύγω, ή δεν θα φύγει; τι ακριβώς είπαμε, εδώ μπερδεύομαι, νομίζω ότι μου είπε δεν θα φύγεις, μάλλον εγώ του είπα δεν έχεις να πας πουθενά, όχι, μου είπε δεν θα φύγω, τώρα ποιος καθησύχασε τον άλλο δεν μπορώ να θυμηθώ, τι μπέρδεμα, αρχίζω να ζαλίζομαι, μπορεί και να θυμώνω, αλλά το ονομάζω ζαλάδα για να μην το καταλάβει και σηκωθεί και φύγει, τι εξάρτηση τώρα στα καλά καθούμενα, μια χαρά ήμουνα, ένα βιβλίο πήρα να διαβάσω, θεατρικό πρέπει να ήτανε κι έγινε όλο αυτό το κακό, τώρα της στεναχώριας το χειμώνα τον έκανε λαμπρή καλοκαιριά, άκου τι μου ‘ρθε στο μυαλό! τρελαίνομαι; μπορεί, τι το άφησα να μπει, αλλά μπορούσα να κάνω κι αλλιώς, χωρίς να το καταλάβω στρογγυλοκάθισε απέναντί μου και μου είπε, θα σε τρελάνω, εγώ εσένα θα σε τρελάνω, κάθε φορά που θα με βλέπεις μπροστά σου θα τρελαίνεσαι, έτσι κάνω εγώ όσους μ’ αγαπάνε, και ποιος σου είπε ότι σ’ αγάπησα του λέω, α, όχι πουστιές σ’ εμένα, μου κάνει, κι εκεί απάνω ήταν που είπα ας πάρουμε μια ανάσα και συνεχίζουμε, κι ανοίγω το παράθυρο να μπει καθαρός αέρας και κάνει μια και φεύγει.
Πρέπει να με είχε πάρει ο ύπνος όταν ξαναγύρισε. Γιατί άνοιξα τα μάτια να δω την ώρα και τον βλέπω πάνω στο κομοδίνο, δίπλα στο ξυπνητήρι, γελαστός και αεράτος. Είχε μεταμορφωθεί σε έναν αξιοπρεπέστατο κύριο. Φορούσε ένα περίεργο ρούχο και ήταν παράξενα κουρεμένος.  Πήγα να κατουρήσω. Γύρισα, δεν τον βλέπω στο κομοδίνο, ψάχνω το δωμάτιο, έφυγε λέω, ξαναχώνομαι κάτω από τα σκεπάσματα και νιώθω ν’ ακουμπάω σε κάτι. Ήταν αυτός. Είχε γλιστρήσει μέσα στο κρεβάτι και έκανε πως κοιμάται. Λέω έκανε, γιατί όταν τον ρώτησα ‘’τι γίνεται, ρε φίλε;’’, αμέσως πετάχτηκε πάνω και μου ‘πιασε την κουβέντα. Φλύαρος όσο δεν παίρνει, δεν μ’ άφηνε να πω λέξη, άρχισε να μου εξηγεί για το βιβλίο που διάβαζα όταν πρωτοήρθε σπίτι. Έδειχνε ότι το ήξερε όλο απ’ έξω. Τον παρακάλεσα, σχεδόν τον ικέτευσα να μου πει ποιος είναι. Κατάλαβε πόσο με απασχολούσε και έδειχνε να το διασκεδάζει. Μου έλεγε όσα ήθελε εκείνος, προσπαθώντας να αντιληφθεί αν μπορούσα να καταλάβω τη συνέχεια, ποτέ δεν ολοκλήρωνε μια φράση, σκέτο μαρτύριο. Το πήρα απόφαση πως δεν θα τον ξεφορτωνόμουν, όχι και πως το ήθελα, ίσα-ίσα, και αποφάσισα να κοιμηθώ μαζί του. Αποφάσισα, μια λέξη είναι, γιατί δεν νομίζω ότι είμαι σε θέση να αποφασίζω, μάλλον με οδηγεί και αποφασίζει αυτό που πρέπει να αποφασίσω, τι μπέρδεμα να πάρει ο διάολος. Μου λέει λόγια και τα επαναλαμβάνω δυνατά. Μου επιβάλλει κινήσεις και χειρονομίες και τις δοκιμάζω αδιαμαρτύρητα. Ξημέρωσε και ακόμα μου έλεγε πράγματα, ιστορίες από τη ζωή του, κάτι για τα παιδικά του χρόνια, τη μάνα του, τον πατέρα του, τους καυγάδες που κάνανε επειδή το παιδί τους είχε γεννηθεί λειψό, τα πειράγματα στο σχολείο, τα κορίτσια που τον αποφεύγανε και μετά τις σπουδές του στη στρατιωτική σχολή. Τα άκουγα όλα αυτά σαν ονειροπαρμένος λες και δεν είχα κανένα δικό μου πρόβλημα να λύσω, ο καυγάς προχτές με την Ελένη για το σχολείο της μικρής με είχε ισοπεδώσει, κι έρχεται αυτός ο τύπος και μου πετάει κατάμουτρα ‘’τώρα της στεναχώριας το χειμώνα, τον έκανε λαμπρή καλοκαιριά του Γιορκ ο ήλιος’’ και μου αραδιάζει του κόσμου τις ιστορίες γιατί, λέει, σε έναν ρόλο πρέπει να ξέρω την πάσα λεπτομέρεια…
Ο ρόλος. Ο Στανισλάβσκι λέει, ο συγγραφέας είναι ο πατέρας, ο ηθοποιός η μητέρα και το παιδί τους ο ρόλος. Ο ρόλος! Αυτό το μαρτύριο, η τρέλα, αυτό το παραμιλητό, η παλινδρόμηση, το ζεστό-κρύο, το άσπρο-μαύρο, οι ατέλειωτες αγρυπνίες, τα ξυπνήματα το ξημέρωμα, λιώμα στην κούραση κι αυτός σφήνα στο κρανίο, οι σιωπηλές συζητήσεις με τον μπαμπά του, οι εικασίες, οι διασταυρώσεις, τα έστω, αυτά τα έστω!, κάποιες πονηρές συμφωνίες μαζί του, κάτι σαν ‘’αν σου δώσω αυτό, τι θα μου δώσεις;’’, όλα ψέματα, αυτός έχει το πάνω χέρι, οδηγεί, κατευθύνει, έχει όλα τα δίκια, έχει όλα τα προνόμια γιατί εσύ τον βρήκες, δεν σε βρήκε, τον παρακάλεσες δεν σε αναζήτησε ποτέ εκείνος, ούτε που νοιάζεται ποιος είσαι. Του κτύπησες την πόρτα, σου άνοιξε και σου είπε ψάχνε, εγώ έχω λίγα πράγματα να σου πω. Ψάχνε δούλε. Υπηρέτησέ με. Κάνε αυτό που όλη σου τη ζωή λαχταράς. Πες το όπως πρέπει, όπως γράφτηκε, ‘’τώρα της στεναχώριας το χειμώνα…’’.
Κάθομαι από απέναντι και με παρατηρώ: παραμιλάω. Χρόνια τώρα. Πενήντα, εξήντα; Ένα γλυκό, μοναδικό παραμιλητό. Εγώ κι αυτός. Εγώ κι αυτοί. Πασχίζω να τους καταλάβω, αλλά κάθε μέρα αλλάζουν. Λες και προσπαθούν να με τρελάνουν.  Το κατάφεραν.

Θανάσης Παπαγεωργίου

δημοσιεύτηκε στο ιντερνετικό περιοδικό xartismag. την 1η Μάη του 2019

Κυριακή 7 Απριλίου 2019


27 ΜΑΡΤΙΟΥ
ΔΙΕΘΝΗΣ ΗΜΕΡΑ(ΠΟΙΟΥ;) ΘΕΑΤΡΟΥ

Αναρωτιέμαι τι να γιορτάσουμε σήμερα, που η μέρα είναι αφιερωμένη στο Θέατρο; Την ιδέα ή την πραγματικότητα; Την ιδέα τη γιορτάζουμε κάθε χρόνο με ποιητικές καταθέσεις από διάφορους αναγνωρισμένους που έχουν λύσει το πρόβλημα της επιβίωσης και μπορούν να στοχάζονται εκ του ασφαλούς. Την ιδέα την ξέρουμε, τη ζήσαμε, την υπηρετήσαμε, την κάναμε εικόνα και ευαγγέλιο και παλέψαμε γι’ αυτήν μιαν ολόκληρη ζωή. Και παλεύουμε ακόμη όσο μας το επιτρέπουν οι δυνάμεις μας. Την πραγματικότητα, όμως, τη σημερινή θεατρική πραγματικότητα, που δεν την φανταζόμασταν ούτε στους εφιάλτες μας; Πώς να τη γιορτάσουμε αυτήν;  Τι να πρωτογιορτάσουμε, εμείς οι Έλληνες ηθοποιοί, σήμερα, 27 Μάρτη, Ημέρα του Θεάτρου; Την απουσία της θεατρικής παιδείας, συνδυασμένης με έναν, ελληνικής αποκλειστικότητας, κρατικό ζαμανφουτισμό γι’ αυτήν, με αποτέλεσμα τις εκατοντάδες δυστυχισμένες υπάρξεις που εκκολάπτονται μέσα σε εργαστήρια δημιουργίας ψευδαισθήσεων;  Ή να γιορτάσουμε το θέατρο των πονηρών επιχειρηματιών, που αυξάνονται και πληθύνονται, - πώς νομίζεις γέμισαν οι λεωφόροι με τεράστια πανό εκατοντάδων ‘’πολιτιστικών’’ προϊόντων - και που θησαυρίζουν προσφέροντας κοκαλάκια και ψίχουλα σε ματαιόδοξους ωρομίσθιους Ρωμαίους και Ιουλιέτες; Να γιορτάσουμε το νέο φρούτο, τις Βιοτεχνίες θεάτρου – που και αυτές αυξάνονται και πληθύνονται - με τις είκοσι και τις τριάντα παραγωγές(φτάσαμε τις εκατόν τόσες ‘αίθουσες’ και τις τρεις χιλιάδες πρεμιέρες) με τις περίεργες ανησυχίες; Να γιορτάσουμε τα Ιδρυματικά σουπερμάρκετ που διαθέτουν από ‘ρηξικέλευθες’ ντόπιες προτάσεις, μέχρι επαναστατικές εκφραστικές φόρμες, σαπουνομαλακίες μιας αποβλακωμένης Ευρώπης;(Θυμήθηκα τα Φαμπρικά παλλόμενα πέη και κάτι εγχώρια πισωκολλητά υψηλής αισθητικής για πολύ προχωρημένους…). Να γιορτάσουμε μήπως την υποτίμηση της Τέχνης μας από τον Τύπο, στον οποίο οι στήλες των θεαμάτων τείνουν να εξαφανιστούν, οι περισσότεροι καλλιτεχνικοί συντάκτες συναγωνίζονται ο ένας τον άλλο σε άγνοια, βλακεία και ημιμάθεια, η θεατρική κριτική έχει προσαράξει στα πιο χαμηλά σκαλοπάτια της αποστολής της και μία, ανερυθρίαστα πληρωμένη τακτική του εκδότη, βαφτίζει μοναδικούς και μέγιστους όποιους κοινώς και κυνικώς ‘’τα ακουμπάνε’’;  Ή, τέλος, να γιορτάσουμε την αγωνιστικότητά μας ως κλάδου: αυτή την πολύχρονη ραστώνη μας, που διακόπτεται από το επαναστατικό κομμάτι του κλάδου μας, μόνον όταν θίγονται κάποια συμφέροντα μερικών ομοϊδεατών;
Κάθε τέτοια μέρα του χρόνου ξυπνάει μια διαμαρτυρία, που μερικοί συνάδελφοι την καταλαβαίνουν. Γιατί κάθε τέτοια μέρα γιορτάζουμε την ημέρα της Ιδέας του Θεάτρου, αλλά σπάνια μιλάμε για το πόσο απομακρυνόμαστε από αυτήν. Ξεχνάμε να φωνάξουμε την ανησυχία μας που σε λίγο θα πουλιέται το Θέατρο στις λαϊκές αγορές. Για το ότι εδώ στην Ελλάδα σε λίγο καιρό κάθε πολυκατοικία θα ‘χει την αίθουσά της και κάθε διαμέρισμα τον πρωταγωνιστή του, χωρίς να παίρνουμε το παραμικρό μέτρο για να προστατεύσουμε το ΘΕΑΤΡΟ.
Και όλα αυτά, στο όνομα της ‘’ανάγκης μας για έκφραση’’, τρομάρα μας!...
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019


ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ
Τα αποτελέσματα μιας βλακώδους εμμονής

Οι κινητοποιήσεις των ηθοποιών του ΚΘΒΕ τον περασμένο μήνα έβγαλαν στην επιφάνεια, για μια ακόμη φορά, τα τεράστια προβλήματα που δημιουργούνται εξ αιτίας μιας στείρας αντίληψης ενός αρρωστημένου συνδικαλισμού, που ασκείται από  άτομα σκοτεινών βλέψεων και κυρίως προθέσεων(δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί ‘’επιφανείς’’ συνδικαλιστές κατέληξαν στα έδρανα του Κοινοβουλίου…). Είναι άτομα με το μικρότερο λεξιλόγιο, ξέρουν μόνο δύο λέξεις, εργαζόμενος και εργοδότης, όπου ο δεύτερος είναι εξ ορισμού εχθρός. Ο συνδικαλιστής, έχει καταλήξει να είναι ένα ‘’επάγγελμα’’, ιδιαίτερα προσοδοφόρο σε όποιον το ασκεί, αφού απολαμβάνει εργασιακά προνόμια που τα έχει μόνον αυτός, τόσο ως προς την εξασφάλιση της μονιμότητάς του, όσο και ως προς την εργασία που προσφέρει, αφού, με τη δικαιολογία ότι ασχολείται με τα προβλήματα των εργαζομένων, τα οποία προηγούνται οποιωνδήποτε άλλων προβλημάτων του οργανισμού στον οποίον ανήκει, διαθέτει, νομίμως δε!, ελάχιστο χρόνο για να εργαστεί. Ακόμα, και το κυριότερο, χαίρει της ιδιαίτερης εκτίμησης του Κόμματος στο οποίο ανήκει, το οποίο, με τη σειρά του, μέσω του συνδικαλιστή, ελέγχει και προπαγανδίζει τις απόψεις του, δημιουργώντας προβλήματα στην Κυβέρνηση, αν είναι αντικυβερνητικό ή εκθειάζοντας τα έργα της, αν είναι φιλοκυβερνητικό.  Τόσο αντικειμενικά…
Έτσι, για να περιοριστούμε στον τομέα που με αφορά, εξεγείρεται κανείς από τα προνόμια που απολαμβάνουν οι συνδικαλιστές των Κρατικών Θεατρικών Σκηνών – και αξίζει τον κόπο να ρίξει κανείς μια ματιά στις συλλογικές συμβάσεις για να δει ποια δικαιώματα έχουν κατοχυρώσει για να ασκούν το συνδικαλιστικό τους έργο, όπου ταυτόχρονα θα διαπιστώσει ποιος δουλεύει στον Οργανισμό και ποιος δουλεύει τον Οργανισμό. Για τον συνδικαλιστή ένα όπλο μόνο θεωρεί ότι διαθέτει για να κερδίσει τον αγώνα του: να σταματήσει τη λειτουργία της επιχείρησης με απεργίες, στάσεις εργασίας κλπ. Όποια κι αν είναι η επιχείρηση, όποιος κι αν είναι ο εργοδότης. Εφόσον είναι εργοδότης πρέπει να χτυπηθεί εδώ και τώρα. Ο λόγος θα βρεθεί…
Δεν ξέρω αν πρέπει να δείξει κανείς κατανόηση στο ότι κάποιοι δεν μπορούν να αντιληφθούν τις διαφορές, ανάμεσα στους αρτοποιούς και τους αγρότες, στους καθηγητές και τους γιατρούς, στους υπαλλήλους της ΔΕΗ και τους ναυτικούς. Είπαμε υπάρχει μόνο το δίπολο εργαζόμενος-εργοδότης. Στην περίπτωση των Θεάτρων μιλάμε βέβαια για τεχνικό ή διοικητικό προσωπικό, που κατά κανόνα δεν έχει τις ιδιαίτερες πνευματικές ανησυχίες των καλλιτεχνών, ίσως να μην αντιλαμβάνεται και τι σημαίνει πολιτιστικό προϊόν και το μόνο που το απασχολεί είναι η ανανέωση της σύμβασής του, όταν είναι ορισμένου χρόνου, τα διάφορα έκτακτα επιδόματα που μπορεί να διεκδικήσει, οι άδειές του και γενικά πώς θα πετύχει να δουλεύει λιγότερο και να αμείβεται περισσότερο. Συμβαίνει όμως, μέσα σε μια σύγχρονη γενική ισοπέδωση, να χρησιμοποιούν ίδιους τρόπους αγώνα και εργαζόμενοι που θα απαιτούσε κανείς να βλέπουν με λιγότερο υλιστικές μεθόδους αγώνα τα πράγματα. Ο υπάλληλος της ΔΕΗ κόβει το ρεύμα, της ΕΥΔΑΠ κλείνει τις κάνουλες του νερού, του ΟΑΣΑ αποσύρει τα λεωφορεία και του Δήμου σταματάει να μαζεύει τα σκουπίδια. Δεν ενδιαφέρονται για τις κοινωνικές επιπτώσεις, ακόμα κι αν πρόκειται για θανάτους που θα συμβούν σε αρρώστους που υποστηρίζονται από ηλεκτρικά μηχανήματα, από επιδημίες που θα προκληθούν από τη συσσώρευση των σκουπιδιών ή από την αδυναμία κάποιων να πάνε στη δουλειά τους. Σημασία έχει να πιεστεί ο εργοδότης, που στις περιπτώσεις που ανέφερα πιο πάνω είναι το Δημόσιο και μόνο, δηλαδή η εκάστοτε κρατούσα κατάσταση και ακόμη να βοηθηθεί η παράταξη που με βάζει να κάνω απεργία ώστε να εκτελέσει τα αντιπολιτευτικά της καθήκοντα! Γύρευε…
Ο ηθοποιός, περισσότερο από συνήθεια, θεωρείται πνευματικός άνθρωπος και εκεί τα πράγματα περιμένεις να είναι διαφορετικά. Το να κλείσει ένα θέατρο, κάποιοι μπορούν να το θεωρήσουν σαν ‘’το μαγαζί’’ που δεν θα δουλέψει σήμερα και θ’ αναγκαστεί ‘’το αφεντικό’’ να ικανοποιήσει το αίτημα. Όμως για έναν ηθοποιό το Θέατρο δεν μπορεί να είναι ‘’μαγαζί’’ και το ‘’αφεντικό’’, που δεν είναι άλλο από το ίδιο το Κράτος, αυτές οι δύο έννοιες θα έπρεπε να έχουν διαφορετική βαρύτητα μέσα του απ’ ό,τι στους ξυλουργούς ενός θεάτρου. Αλλιώς τι διάολο πνευματικός άνθρωπος είναι;
Αλλά και ο ηθοποιός άγεται(;) και φέρεται(;) από τους συνδικαλιστές του, από το Σωματείο του δηλαδή, που συνήθως κάνει στην ουσία μόνο αντικυβερνητική πολιτική και τίποτα ουσιαστικό που θα έφερνε κάποιες σημαντικές αλλαγές στον κλάδο, δεδομένου ότι ακόμα κι αν επιτευχθεί κάτι καλό, αυτό θα αφορά τους 250 ηθοποιούς που εργάζονται στις κρατικές σκηνές, (που κατά μέσον όρο αμείβονται από 1000-1600 ευρώ, έχουν μια σύμβαση πέντε ή οκτώ μηνών με 25 ένσημα το μήνα και άλλα πολλά) αλλά τίποτα δεν θ’ αλλάξει για τους υπόλοιπους 1000-2000 ηθοποιούς που κατά αραιά διαστήματα εργάζονται σε ιδιώτες παραγωγούς, εκεί όπου ο μισθός είναι ανάλογος με τον ρόλο, εκεί που δεν υπάρχει καμιά σύμβαση, εκεί που ο εργαζόμενος είναι ένας κοινός ωρομίσθιος με 3,52 ευρώ την ώρα και  το ένσημο του ένα την ημέρα, μόνο για τις ημέρες εργασίας. Για κάθε λοιπόν απεργία ή στάση εργασίας στα Κρατικά Θέατρα, επ’ ουδενί δεν επιτρέπεται να λέμε ‘’ο κλάδος’’ ή τα προβλήματά του. Κάτι άλλο υπερασπιζόμαστε, κάποιους άλλους βοηθάμε ή θέλουμε να κτυπήσουμε και κάπου αλλού στοχεύουμε. Και με τι όπλο να επιτεθούμε; Με το να κλείσουμε τις σκηνές!
Ποιος έχει την ειλικρίνεια να μας πει σε τι αποσκοπούν οι απεργίες στο ΚΘΒΕ, το οποίο περνώντας από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, κατάφερε να πληρώνει στην ώρα του, να μην έχει χρέη και να είναι ένα θέατρο σε πλήρη δημιουργία, με ακατάπαυστη λειτουργία; Ποιος έχει την ειλικρίνεια να μας πει τι είναι αυτό που απαιτούσαν οι υπάλληλοι του Εθνικού, απειλώντας με απεργίες; – και αυτοί! Οι διευθύνοντες δεν μπορούν να μας πουν, γιατί όντας δέσμιοι των ορέξεων των εργαζομένων πρέπει να λειτουργούν διπλωματικά για να μην εξωθούν τα πράγματα. Η Πολιτεία, αν επέμβει θα δεχτεί πυρ ομαδόν από μια ηλίθια αντιπολίτευση που πρέπει να λέει όχι σε όλα. Το Κοινό;
Εκεί είναι το θέμα. Το μόνο όπλο που έχει είναι να σου γυρίσει την πλάτη και να μην ξαναπατήσει. Και ναι μεν στην Αθήνα μπορεί να θεατριστεί κάπου αλλού, αλλά στη Θεσσαλονίκη δεν έχει πολλές επιλογές και το μόνο που του μένει είναι να κλειστεί σπίτι του, στη θαλπωρή της τηλεόρασής του, απολαμβάνοντας την αποβλάκωση που του προσφέρει, να πεταχτεί μέχρι τα Σκόπια για κανένα Καζίνο ή να το ρίξει στις μπιρίμπες, πάντως να αποξενωθεί από το Θέατρο και ό,τι αυτό μπορεί να του χαρίσει. Το χειρότερο όμως, φίλε καλλιτέχνη, είναι να σε απαξιώσει σαν επαγγελματία. Να σε καταχωρήσει στα τεφτέρια του απαξιωτικά, να πάψει να σε θεωρεί κάτι σημαντικό, να σε εξομοιώσει με τον κάθε εργαζόμενο, αφού εσύ είσαι εκείνος που του είπες ότι είσαι ίσος κι όμοιος με κάθε επαγγελματία. Κατανοητό; Αν ναι, συνέλθετε και τοποθετήστε το επάγγελμα εκεί που του αρμόζει κι όχι στην ευτέλεια που το ρίχνουν οι συνδικάλες! Αν όχι, ετοιμάσου να ζήσεις μέσα στη δική σου πνευματική μιζέρια. Γιατί το Κοινό θα βρει τρόπους να αντιδράσει, εσύ θα αισθάνεσαι ότι δεν είσαι τίποτα, παρά έρμαιο των κομματικών συναλλαγών, ό,τι πιο ποταπό για κάποιον που ισχυρίζεται ότι διαφέρει από τους άλλους, ότι δουλεύει με το Πνεύμα!... Γιατί το παιχνίδι με τη φωτιά μπορεί να φαντάζει στην αρχή εντυπωσιακό και ριψοκίνδυνο, αλλά είναι βέβαιο ότι η φωτιά θα νικήσει. Και θα γίνεις κάρβουνο. Αγαπητέ καλλιτέχνη, υψιπετή και αλαζόνα. Επηρμένε και ανόητε!

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019


ΤΑ ΚΛΕΙΣΤΑ ΘΕΑΤΡΑ ΕΞΥΠΗΡΕΤΟΥΝ ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ. ΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ ΤΗΝ ΠΟΛΕΜΑΝΕ...

Όχι, δεν μπορώ να παρακολουθώ αμίλητος αυτό το έγκλημα! Δεν μπορώ να επιτρέψω σε κανέναν να πει ότι αυτές είναι αντιδράσεις Ηθοποιών! Δεν μπορεί να σκέφτονται έτσι οι Έλληνες ηθοποιοί! Δεν είναι δική τους απόφαση μια τέτοια ντροπή. Υπάρχουν χιλιάδες τρόποι να διαμαρτυρηθεί ένας ηθοποιός. Ο τελευταίος που θα επιλέξει είναι το κλείσιμο του θεάτρου, το να γυρίσει την πλάτη στον θεατή. Επειδή κανένας ηθοποιός δεν υφίσταται χωρίς την ύπαρξη έστω και ενός θεατή. Γιατί όταν μας γυρίσει την πλάτη εκείνος, τότε θα καταλάβουμε τι σημαίνει κλείνω το θέατρο. Όλα αυτά που συμβαίνουν εδώ και ένα μήνα στο ΚΘΒΕ είναι καθαρά συνδικαλιστικά ευρήματα, επειδή τα γραφεία που παίρνουν τέτοιες αποφάσεις δεν λογοδοτούν στο Κοινό, αλλά σε κομματικές μεθοδολογίες. Δεν ενδιαφέρονται αν διώχνουν τον κόσμο, τους νοιάζει η ‘’αγωνιστική τους αυτοεπιβεβαίωση’’! Θα ήταν ενδιαφέρον να γίνει μια ψηφοφορία ανάμεσα στους ηθοποιούς του ΚΘΒΕ να δούμε πόσοι συμφωνούν με το κλείσιμο του. Θα ήταν ενδιαφέρουσα μια ψηφοφορία ανάμεσα σε όλον τον κλάδο να φανεί στον Κοινό ποιοι είναι οι Έλληνες ηθοποιοί, αυτοί που πολεμάνε στα χαρακώματα κι όχι τα συνδικαλιστικά φερέφωνα. Φοβάμαι ότι το αποτέλεσμα θα ήταν οδυνηρό για τους ανθρώπους του ΣΕΗ, όπως οδυνηρά ελάχιστη είναι και η κάθε πλειοψηφία που παίρνει τις όποιες αποφάσεις για τον κλάδο. Αυτή τη στιγμή εκτίθεται ολόκληρος ο κλάδος, δεν εκτίθεται ούτε η Διεύθυνση, ούτε η Διοίκηση του ΚΘΒΕ. Και ολόκληρος ο κλάδος πρέπει να πάρει θέση.
Κύριοι του ΣΕΗ, δεν πείθετε κανέναν ότι πολεμάτε για τα δίκια των ηθοποιών του ΚΘΒΕ, κάνετε πόλεμο στην Κυβέρνηση και μας το λέτε με διάφορους τρόπους. Αλλά κάτι τέτοιο είναι αδιάφορο στο σύνολο των Ελλήνων ηθοποιών, γιατί δεν κάνουμε Θέατρο ούτε για τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε για το ΚΚΕ, ούτε για το ΠΑΜΕ, ούτε για κανένα Κόμμα. Είμαστε πνευματικοί άνθρωποι και ‘’κάνουμε Θέατρο για την ψυχή μας’’, αν σας θυμίζει κάτι αυτή η φράση.
Κύριοι, του ΣΕΗ, πριν συνεχίσετε αυτή τη στείρα αδιαλλαξία, σκεφτείτε το Κοινό και αυτό που του στερείτε, σκεφτείτε πόσο ιδροκοπάμε να το φέρουμε και να το κρατήσουμε στο καλό Θέατρο και μην μας το διώχνετε. Όλο το θέατρο, κάνουμε τεράστιο και επώδυνο αγώνα να το ξεκολλήσουμε από την ηλίθια τηλεόραση και τον καναπέ του. Θέλετε να το ξαναγυρίσετε πίσω; Θέλετε να ξαναγυρίσει το ΚΘΒΕ εκεί που ήτανε, τέσσερα-πέντε χρόνια πριν; Ή νομίζετε ότι είστε εσείς, που με ‘τους αγώνες σας και την αποφασιστικότητά σας’, το ορθοποδήσατε; Έλεος! Αφήστε τον ‘’κλάδο’’ ήσυχο. Δεν τον προστατεύετε, τον καταστρέφετε.
Σκεφτείτε λίγο σοβαρά και αγαπήστε λιγάκι το Θέατρο σταματώντας τον πόλεμο που του κάνετε. Ξέρετε ότι περνάμε δύσκολες μέρες, αλλά μην μου απαντάτε ότι φταίει η Κυβέρνηση! Δεν θα την ρίξετε κλείνοντας το ΚΘΒΕ ή το Εθνικό!