ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΝΕΝΟΧΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΑΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΘΕΑΤΡΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ
Ήταν χειμώνας του 1969. Εμείς είχαμε δημιουργήσει τον Θίασο ‘’Βήματα’’ και δίναμε παραστάσεις με την ’’Αυλή’’ του Καμπανέλλη στο θέατρο της Στέγης Ποντίων, στην Κοκκινιά. Ελάχιστοι θεατές, μετρημένοι τις περισσότερες φορές στα δάχτυλα. Ένα βράδυ, από αυτά με τους επτά θεατές, μου λέει η Λήδα Πρωτοψάλτη, να σου συστήσω μια συμμαθήτριά μου από το σχολείο με τον άντρα της, τη Ναυσικά και τον Κώστα. Κι έτσι γνώρισα τον Κώστα. Είπαμε τα τυπικά, μας δώσανε συγχαρητήρια για την παράσταση, μας παρότρυναν να έχουμε κουράγιο, να μην το βάλουμε κάτω, κάποιες λέξεις χαμηλόφωνα, γιατί τότε οι τοίχοι είχαν τεράστια αυτιά και φύγανε για να προλάβουνε το λεωφορείο για την Αθήνα. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος και η Ναυσικά Μάργαρη.
Χειμώνας του 1971, έχουμε ξεκινήσει την περιπέτεια της Στοάς και αρχίζουμε με ‘’Τρωαδίτισσες’’. Οι κριτικοί εκείνης της εποχής ήταν ο Βάσος Βαρίκας, ο Μάριος Πλωρίτης, ο Μπάμπης Κλάρας, ο Αλέξης Διαμαντόπουλος και άλλοι πολλοί, ιερά τέρατα στο αντικείμενό τους. Ένας νέος κριτικός εμφανίζεται στο προσκήνιο από τις στήλες του ‘’Βήματος’’ και μας επιτίθεται δριμύτατα. Είναι ο σύζυγος της συμμαθήτριας της Λήδας. 1971: ξεκινάει την πορεία της η Στοά, ξεκινάει την πορεία του και ο κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος. Δύο παράλληλες πορείες, ο καθένας μας από το μετερίζι του, μια λέξη που του άρεσε πολύ. Η κριτική στις Τρωαδίτισσες ήτανε πολύ σκληρή. Από πού κι ως πού ένας νεανικός θίασος αποφασίζει την αποκέντρωση και ξεκινάει με αρχαία τραγωδία και μάλιστα σε κλειστό χώρο; Σε ποιο Κοινό απευθύνεται και σε τι αποσκοπεί; Και με ποια εφόδια;
Συμπορευτήκαμε όσο έγραφε κριτική θεάτρου, περισσότερο από 45 χρόνια, όσο άντεχε να τρέχει στις παραστάσεις. Θα μείνουν αξέχαστα τα βράδια όταν καρτερούσαμε στην Ομόνοια να βγουν οι εφημερίδες της Δευτέρας, δεν υπήρχαν πρωινές Δευτεριάτικες κι έτσι, κατ’ εξαίρεσιν, οι απογευματινές κυκλοφορούσαν από βραδύς. Η λαχτάρα του ηθοποιού. Να βιαστεί να διαβάσει την κριτική του Γεωργουσόπουλου που έγραφε κάθε Δευτέρα στα Νέα. Να χαρούμε, να θυμώσουμε, να βρίσουμε, να απογοητευτούμε και να μαυρίσουμε… Την τελευταία φορά που ασχολήθηκε μαζί μας ήταν το 2017, μια φορά με την ‘’Αντριάνα’’ μου και μια ακόμη, τον Νοέμβρη, με τον Μάρκο, τον Βαμβακάρη.
Γνωριστήκαμε καλά, αλλά μόνο σε επαγγελματικό επίπεδο. Φίλοι δεν μπορεί να πει κανείς ότι γίναμε ποτέ, παρόλο που ανήκαμε σε διοικητικά συμβούλια, επιτροπές του Υπουργείου, αφιερώματα και τελευταία στο Δ.Σ. του Θεατρικού Μουσείου. Δεν θα μπορούσα να το κάνω ποτέ με έναν κριτικό. Με πολλούς κριτικούς είχα πολύ ζεστές σχέσεις, αλλά άρχιζαν και τελειώνανε σε τυχαίες συναντήσεις ή επαγγελματικές συναναστροφές. Θεωρούσα και θεωρώ ότι ο κριτικός δεν πρέπει να έχει προσωπικές σχέσεις με τον κρινόμενο. Ούτε ο κρινόμενος με τον κριτικό. Ιδιοτροπία μου; Μπορεί. Τα χέρια πρέπει να είναι λυμένα όταν κρίνουμε ή απαιτούμε δημόσια κριτική. Έτσι μπορείς να διαφωνείς μαζί τους ελεύθερα, επειδή με τους κριτικούς περισσότερο διαφωνείς και σπάνια συμφωνείς.
Με τον Κώστα είχαμε έναν σιωπηλό διάλογο που μας ένωνε. Είχαμε έναν κοινό έρωτα, το νεοελληνικό έργο. Τον νεοέλληνα. Τον σημερινό καημό, τον αληθινό βόγγο, τον πραγματικό αναστεναγμό. Λατρέψαμε κι οι δυο τον ίδιο άνθρωπο, τον πρόσφυγα, τον συνέλληνα, τον ίδιο κατατρεγμένο, τον άνθρωπο του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, το θύμα του εμφύλιου, του ψυχρού πολέμου και της προπαγάνδας, της άθλιας δικτατορίας, το κατάντημα μιας χυδαίας πολιτικής, τον Έλληνα που του στερήσανε το πρόσωπό του το αληθινό, την γλώσσα του την πραγματική, την γραφή του και την ανάγνωση, αυτόν που θέλανε – και το καταφέρανε - να τον εξισώσουν με κάλπικες χάρτινες φιγούρες εισαγόμενες από τα κέντρα αλλοτρίωσης της εθνικής κουλτούρας και του πολιτισμού. Οι κριτικές του μου έδιναν δύναμη, ακόμη κι όταν διαφωνούσα, γιατί έκρυβαν έναν αληθινό καημό. Και οι καημοί μας κάπου ταυτιζόντουσαν, όταν ο καθένας μας, ‘’από το μετερίζι του’’ καιγότανε για αξίες που αφορούσαν την αγάπη στον Έλληνα αυτόν, τον διπλανό κατατρεγμένο, μπερδεμένο, αλλοτριωμένο, δυστυχισμένο, εν τέλει, άνθρωπο. Αυτή η κοινή μας αγάπη έγινε και η αιτία που με μίσησαν κάποιοι άλλοι κριτικοί και πάμπολλοι ‘’θεατράνθρωποι’’: αφού συμφωνώ με τον Γεωργουσόπουλο, άρα είμαι ‘’δικός του’’ και ανήκω στην ‘’κλίκα’’ του, είμαι εχθρός τους, επειδή εκείνος δεν τους χάριζε κάστανα για τις μεταμοντερνιές τους και τις εισαγόμενες ξιπασιές τους. Όσα δεν φτάνει η αλεπού…Πολύ συχνά, μέσα από τις κριτικές του απαντούσε, έμμεσα, σε κάτι απίστευτες αναλύσεις έργων από νεόκοπους κριτικούς που προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν με το μεταμοντέρνο – το οποίο μισούσε – και οι οποίοι απέρριπταν ο,τιδήποτε αφορούσε την παράδοση, την ιστορία μας και το παρελθόν μας. Κι επειδή το ρεπερτόριο της Στοάς καιγόταν για έργα που μιλούσαν γι’ αυτό το παρελθόν, κι επειδή αυτό το παρελθόν αφορούσε εποχές πολιτικής αντάρας, κι επειδή η πολιτική ήταν εξοστρακισμένη από τον κύκλο ενδιαφερόντων τους, κι επειδή ο Γεωργουσόπουλος επαινούσε αυτά τα έργα, άρα έπρεπε να χτυπηθούμε κι εμείς που τα ανεβάζαμε. Τόση αντικειμενικότητα! Κάποιοι δεν ξαναπάτησαν το πόδι τους στη Στοά από τότε που ανεβάσαμε την Cumparsita του Μέντη επειδή αναφερόταν σε σχέσεις του εμφύλιου, έργο που είχε εκθειάσει ο Κ.Γ.! Αναφέρομαι στην Κριτική που ήρθε για να αλλάξει τον αέρα που φύσαγε στο ελληνικό θέατρο. Ήταν η Κριτική που γραφόταν από άρτι αφιχθέντες εκ της Εσπερίας που διέγραψαν με μια μονοκοντυλιά ό,τι αφορούσε την αληθινή Ελλάδα και την ιστορία της, στρέφοντας το ενδιαφέρον του Κοινού σε εντυπωσιασμούς, αναφομοίωτες φόρμες και αποδομήσεις έργων εν ονόματι μιας άλλης ματιάς, για την οποία, στην ουσία, κανείς δεν είχε αντίρρηση - αντίθετα όλοι αυτήν ψάχναμε κάνοντας θέατρο - μόνο που αυτή που εισήχθη ήταν απλό δάνειο και χρησιμοποιόταν περισσότερο για να επιδειχθεί η παντογνωσία και λιγότερο για να φανεί η άλλη ματιά. Ελάχιστα πράγματα υπηρετούσαν την ουσία. Το αποτέλεσμα είναι πλέον φανερό…
Θα λείψουν από την Ελλάδα κριτικοί σαν τον Κ.Γ. Όχι επειδή ήταν ένας προικισμένος διανοούμενος, μια περιφερόμενη βιβλιοθήκη όπως τον λέγαμε, αλλά επειδή ήταν ένας αληθινός αγωνιστής του πνεύματος και του πολιτισμού, ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε με πάθος την πατρίδα του και τον ενδιέφεραν ουσιαστικά οι παραδόσεις της, η γλώσσα της, η τέχνη της. Ήταν ένας αληθινά σκεπτόμενος Έλληνας, που πρόσφερε αφειδώς την αγάπη του για τον τόπο του, σε μια εποχή που όλα έδειχναν ότι είχε χαθεί δια παντός η ιθαγένεια, η ντόπια λαλιά, η εθνική περηφάνεια. Όσα κι αν θελήσει να του καταλογίσει κανείς – δημόσιο πρόσωπο γαρ… - δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι το Ελληνικό Έργο και ο Έλληνας Ηθοποιός του οφείλουν πολλά. Και ας αφήσουμε τις μιζέριες, αν θέλουμε να γραφτεί μια σωστή ιστορία για την πρόοδο του Ελληνικού Θεάτρου.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Μάρτιος 2025
Σημείωμα για το ηλεκτρονικό περιοδικό frear, αφιέρωμα στον Κ. Γεωγρουσόπουλο, σε επιμέλεια Ιωσήφ Βιβιλάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου