Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

 

 

ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ

Για ό,τι σκέφτομαι, ας ληφθεί υπ’ όψιν ότι γνωρίζω τις εξαιρέσεις. Απλώς αυτές, όπως πάντα, επιβεβαιώνουν τον κανόνα, γι’ αυτό και δεν με συγκινεί ο αριθμός των ελληνικών έργων που παίζονται γιατί δεν βρίσκω ότι εκεί κρύβεται η επιτυχία του νεοελληνικού έργου. Το ότι κάποτε πριν από πενήντα χρόνια κατείχε μια αξιοδάκρυτη θέση στη συνείδηση επιχειρηματιών και καλλιτεχνών και σήμερα μπορούμε να καυχιόμαστε ότι παίζονται δεκάδες έργα κάθε χρόνο και αυτό είναι η νίκη του, είναι ισοδύναμο με το ότι η πληθώρα των θεατρικών σκηνών και σχημάτων αποδεικνύει το ‘’υψηλό’’ επίπεδο του ελληνικού θεάτρου και των λειτουργών του. Όταν στη εικοσαετία 60-80 αποφασίζαμε ότι είναι ιερός σκοπός η επαλήθευση της Κουνικής ρήσης πως ‘’ελληνικό θέατρο δεν νοείται χωρίς ελληνικό έργο’’ με κανένα τρόπο δεν εννοούσαμε ότι όσο περισσότερα ελληνικά έργα παίζονται τόσο κερδίζουμε τον αγώνα της καθιέρωσης του και το βγάζουμε από την ανυποληψία που είχε πέσει. Άλλωστε ελληνικά έργα παίζονταν και τότε, αλλά τι είδους έργα; Άρα ο στόχος ήταν να αλλάξει ρότα, να ασχοληθεί με τον Έλληνα, την καθημερινότητά του και τον προβληματισμό του, να αποκτηθεί ελληνική συνείδηση. Πράγματι βρεθήκανε αρκετοί νέοι συγγραφείς που πορεύτηκαν προς τα κει και προσπάθησαν να αγγίξουν με σεβασμό και ειλικρίνεια το θέμα. Βρέθηκαν και πρόθυμοι θίασοι κι έτσι κάτι ουσιώδες άρχισε να παίρνει σχήμα και χρώμα και, κυρίως, να έχει μεγάλη ανταπόκριση από το Κοινό. Αλλά επειδή αυτοί οι αγώνες δεν κερδίζονται από τη μια στιγμή στην άλλη, ούτε χωρίς την απαραίτητη αυταπάρνηση, φάνηκαν και τα πρώτα προβλήματα, γιατί ναι μεν χαρήκαμε με το μέλλον που διαγραφόταν, αλλά όμως δεν διαμόρφωνε την τομή, όπως απαιτούσαν τα πράγματα, για να μας κάνει να πιστέψουμε ότι ο αγώνας κερδήθηκε. Φευ! Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο χρειαζόντουσαν οι συνεχιστές και τέτοιοι δεν φαινόντουσαν στον ορίζοντα. Κατ’ αρχάς επενέβη η τηλεόραση και ‘’έκλεψε’’ τα μυαλά των συγγραφέων συμπαρασύροντας και ό,τι άξιο διέθετε το ελληνικό θέατρο σε επίπεδο συντελεστών. Αμέσως μετά ήρθε και η αναμενόμενη βλακώδης παρέμβαση του Υπουργείου Πολιτισμού και των διαφόρων επιτροπών των επιχορηγήσεων και ανακοίνωσαν ότι βασικό κριτήριο της επιχορήγησης ενός σχήματος θα ήταν η παρουσίαση νεών ελληνικών έργων. Και έγινε αυτό που αναμενόταν: έσπευσαν όλοι να αναζητήσουν νέα θεατρικά έργα, όπου να ‘ναι, ό,τι να ‘ναι. Και επειδή  οι μισοί Έλληνες είναι συγγραφείς και οι άλλοι μισοί ηθοποιοί, ό,τι έπεφτε στα χέρια των θιάσων παιζότανε συγκινώντας την ‘’ευαίσθητη’’ επιτροπή των επιχορηγήσεων, αδιαφορώντας για τις φωνές μας πως ότι ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός και στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε ανάγκη από πολλά έργα, αλλά από καλά έργα. Το τι σημαίνει όμως αυτό το ‘καλά’ είναι πολύ συγκεχυμένο.  Πιστέψανε ότι η εμπορική επιτυχία είναι άνθηση και αγνόησαν ότι αυτή μπορεί να στηρίζεται σε πολλούς άλλους, εντελώς διαφορετικούς παράγοντες, επιβλαβείς και αδιάφορους με το ζητούμενο. Αγνοήθηκαν, από τους ίδιους τους ημιμαθείς υπεύθυνους ολόκληρες μελέτες που παράγγειλαν οι ίδιοι για να δείξουν το ενδιαφέρον τους(τα ράφια του υπουργείου είναι γεμάτα από τόμους με προτάσεις σοβαρών θεατρανθρώπων) και, με τις ευλογίες αναρμόδιων πολιτικών ηγετών και υπάκουων επιτροπών, η ανάγκη έγινε μόδα, μια μόδα που, όπως έγραφε ο Μάριος Ποντίκας το 1980, ‘’επηρέασε το Κοινό, θόλωσε τη στάση του εκμεταλλεύτηκε την υγιή ανταπόκρισή του και καθοδήγησε τη γνώμη του’’. Και δυστυχώς το πολιτιστικό κομμάτι του τόπου μας δεν μπορεί να δουλέψει χωρίς μόδες, χωρίς επώνυμους καριερίστες πρωταγωνιστές, παραδομένους στις πονηρές πορείες που χαράζουν οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα.

Δεν έχουμε ξεμείνει από νέα θεατρικά έργα, μερικά είναι μικρά αριστουργήματα, αλλά δεν νομίζω ότι το νεοελληνικό έργο απασχολεί επί της ουσίας τους ανθρώπους του θεάτρου. Και το πρόβλημα ξεκινάει βασικά από το ότι δεν έχει κατακτήσει μια σοβαρή θέση στη συνείδηση ολόκληρης της θεατρικής κοινότητας. Η κριτική, κατ’ αρχάς, ή αυτό το πράγμα τέλος πάντων που λέγεται σήμερα κριτική, το αντιμετωπίζει με συγκατάβαση και αρνείται να του φερθεί ισάξια με το σκουπιδαριό που εισάγεται από το εξωτερικό και που το θεωρεί προκαταβολικά σπουδαίο(η ασθένεια είναι παλιά και το αναφέρω με γνώση λόγου επειδή έχω υπάρξει θύμα αυτής της απαξίωσης), οι ίδιοι οι συγγραφείς διαφωνούν με τους σκηνοθέτες τους(!), κατηγορούν τις παραστάσεις των έργων τους επειδή όλοι όσοι σκηνοθετούμε στην Ελλάδα είμαστε κατά τη γνώμη τους αμόρφωτοι και αδαείς(προφανώς από ανάγκη και με πολύ βαριά καρδιά μας έδωσαν τα έργα τους – και σ’ αυτό έχω προσωπικά πολύ πικρή πείρα - αλλά μη νομίσετε ότι ήταν και πολύ ευχαριστημένοι από τις παραστάσεις που έκανε ο Κουν…) και τέλος πάντων, αν όλα αυτά δεν πείθουν για την κατάντια μας και κινδυνέψω να αποκληθώ, ως συνήθως, ‘’θυμωμένος’’, μπείτε στον κόπο να ρωτήσετε έναν απόφοιτο της θεατρολογίας ποια είναι η θέση του ελληνικού θεατρικού έργου στις τριετείς σπουδές του. Ρωτήστε τον, αυτόν, τον φοιτητή της θεατρολογίας των Ελληνικών Πανεπιστημίων, πόσων και ποιων  νεοελλήνων συγγραφέων τα έργα έχουν αναλύσει  μέσα στην τριετία των σπουδών του. Και ακόμη, φέρτε τον σε πιο δύσκολη θέση και ζητήστε του να σας αναφέρει μερικά ονόματα νεοελλήνων θεατρικών συγγραφέων. Και  τότε θα πάρετε την απάντηση για το ποια είναι η θέση του νεοελληνικού θεατρικού έργου στο σημερινό ελληνικό θέατρο.

 

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Σεπτέμβριος 2024

 

Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ στις 12/10/2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου