Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

 

ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Μου είναι πολύ δυσάρεστο να είμαι υποχρεωμένος να υπερασπιστώ τον εαυτό μου σε αήθεις επιθέσεις, αλλά επειδή σ’ αυτές συμπεριλαμβάνεται και το ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΟΑ, που με πολύ ιδρώτα και αίμα συντηρώ επί 53 χρόνια, τότε αισθάνομαι ότι αυτή η υποχρέωση είναι ιερό καθήκον απέναντι σε όλους εκείνους, ηθοποιούς, συγγραφείς, σκηνογράφους, μουσικούς, ιδιώτες, που πίστεψαν σ’ αυτόν τον αγώνα και βοήθησαν να στεριώσει αυτό το θέατρο.

Αιτία είναι η έκδοση προσφάτως ενός βιβλίου σχετικά με τον Μποστ(‘’Ο άγνωστος γνωστός’’), διδακτορική διατριβή για το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, του κ. Κ. Κυριακού, που όπως δηλώνει είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας, μεταφραστής, μιλάει πέντε γλώσσες και είναι αριστούχος διδάκτωρ Θεατρολογίας του Πανεπιστημίου. Άρχισα να φυλλομετρώ τις πρώτες σελίδες και στη συνέχεια έμεινα στο κεφάλαιο για τον θεατρικό Μποστ και τα έργα του που παρουσιάστηκαν από διάφορους θιάσους και φυσικά και από τη ΣΤΟΑ.

Με έκπληξη διαπίστωσα κάποιον αφηνιασμό του σχετικά με τα κείμενα των έργων του που εκδόθηκαν στα προγράμματα, προσπαθώντας να πείσει τον αναγνώστη πόσο τα κακοποιήσαμε, παραποιήσαμε, αλλοιώσαμε, παραχαράξαμε ορθογραφίες(ακόμα και τυπογραφικά λάθη του προγράμματος επικαλείται), περικόψαμε, μπερδέψαμε τη σειρά των σκηνών, όλα αυτά στην προσπάθειά μας να φέρουμε(να φέρω) τα πράγματα στα μέτρα μας για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας (μου) και τις ανάγκες του θιάσου μας(μου). Η επόμενη όμως σοβαρή του διαπίστωση, την οποία επισημαίνει συχνά στη συνέχεια, είναι η αποφυγή μας(μου) σε ό,τι αφορούσε πολιτικές νύξεις. Αρχίζει από την ‘Φαύστα’ μας το 1987 όπου ανακαλύπτει επεμβάσεις μας και περικοπές στους στίχους με πολιτική χροιά, κάτι για το οποίο σιγουρεύεται στις σημειώσεις του για την ΄Μήδεια’ του 1993 όπου βεβαιώνει τον αναγνώστη του ότι «πάγια τακτική του  θεάτρου Στοά στα μποστικά κείμενα, παρατηρείται η παράλειψη στίχων που θίγουν πολιτικά ζητήματα»  και να χώσει ακόμα πιο βαθιά το μαχαίρι των ανακαλύψεών του, βρίσκοντας ότι και άλλοι στίχοι «που αφορούσαν το Μέγαρο Μουσικής και την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή στον οργανισμό αυτόν σχετικά με τα λεφτά της επιχορήγησης καθώς και στίχοι που αφορούσαν τους Εβραίους και την εβραϊκή κοινότητα και που εκφέρονταν δια στόματος του Τροφού(ο ρόλος που ερμήνευα) «…ο σκηνοθέτης της παράστασης(πάλι εγώ…), ο οποίος υποδυόταν τον εν λόγω ρόλο, πιθανόν να μην ήθελε να εκφραστεί μια τέτοια άποψη από το δικό του στόμα(!).

Η άγνοια και η ημιμάθεια δικαιολογούνται σε έναν άνθρωπο, αλλά όχι σε έναν ερευνητή αριστούχο διδάκτορα. Γι’ αυτό αν το βιβλίο του πάει καλά και κάνει και δεύτερη έκδοση ας λάβει υπ’ όψη του μερικές πληροφορίες, που θα τους της έδινα ευχαρίστως αν ενδιαφερόταν να ακούσει την εμπειρία μου, όπως έχουν κάνει δεκάδες φοιτητές της θεατρολογίας που ασχολήθηκαν με έργα και συγγραφείς που ανεβάσαμε στη Στοά. 

Να ξέρει λοιπόν πως ΟΛΑ τα έργα του Μποστ που παρουσιάστηκαν στη ΣΤΟΑ δουλευτήκανε μαζί με τον Μποστ, τον Βασίλη Δημητρίου τη Λήδα Πρωτοψάλτη και εμένα με πάρα πολλή αγάπη και φροντίδα που μετατράπηκε σε μια εξαιρετική φιλία και αλληλοεκτίμηση γιατί - το κυριότερο - τίποτα δεν έφτασε στη σκηνή χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του ίδιου του Μποστ. Γιατί είχαμε έναν τεράστιο σεβασμό στον κ. Μέντη. Δεν θα απολογηθώ φυσικά γιατί η ιστορία έχει κρίνει, αλλά έρχεται ο κ. Διδάκτωρ να την παραχαράξει και ίσως να την διδάξει και σε φοιτητές διαστρεβλώνοντάς την. Εκφράζοντας τον πόνο του για την κακοποίηση που κάναμε στον Μποστ σπεύδει να τον υπερασπιστεί, αλλά δεν κάνει το ίδιο για άλλες κακοποιητικές παραστάσεις των ίδιων έργων από άλλους θιάσους, με τις εκατοντάδες χυδαίες προσθήκες, τις αλλοπρόσαλλες σκηνοθεσίες, δεν ενοχλείται καθόλου που κάποτε η ‘Φαύστα’, ένα έργο 8 ρόλων, παρουσιάστηκε το 1997 από το Εθνικό Θέατρο με 43(!) ρόλους, δεν σχολιάζει καμώματα και φτηνιάρικες παρεμβάσεις που αν ζούσε ο Μποστ θα κατέβαζε ακαριαία τις παραστάσεις τους. Αυτά δεν τον αγγίζουν τον μελετητή γιατί ίσως έχουν παρουσιαστεί από οργανισμούς, θιασάρχες και σκηνοθέτες που καλό είναι να μην κλείνουμε την πόρτα τους…

Στο πόνημά του αναφέρεται μανιωδώς στο τι έκανε η Στοά και ο ‘’σκηνοθέτης της παράστασης’’. Και δεν αναρωτιέται, αφού αυτή η κακοποίηση ξεκίνησε από το 1987 με τη ‘Φαύστα’  - αφού κατάφερα να ξεγελάσω τον Μποστ στο ’40 χρόνια Μποστ’ - και συνεχίστηκε μετά με τη ‘Μήδεια’ το 1993, πώς κατόρθωσα να τον πείσω να γράψει και τον ’Ρωμαίο και την Ιουλιέτα’’ το 1995, μια ‘παραγγελιά’ όπως πολύ χυδαία την αναφέρει ο κ. Διδάκτωρ; Δεν αναλογίζεται άραγε πόσο αδικεί τον ίδιο τον Μποστ που μπόρεσα να τον κάνω υποχείριό μου για να ικανοποιεί τα σκηνοθετικά και υποκριτικά μου βίτσια; Ευτυχώς γι’ αυτόν δεν ζει ο Κώστας Μποσταντζόγλου για να του απαντήσει, αλλά φαντάζομαι ότι θα τον πληροφορήσει για μερικά πράγματα ο άλλος του γιος, ο Γιάννης.

Ίσως ο κ. Κ. δεν θέλει ή δεν μπορεί να γνωρίζει πώς βγαίνουν τα έργα στη σκηνή, όταν ακόμα δεν έχουν δοκιμαστεί, ίσως να μην αντιλαμβάνεται την αγωνία του συγγραφέα, όταν μάλιστα αυτός είναι ο Μποστ που έπαιρνε τη Λήδα από το νοσοκομείο ρωτώντας την αν αρέσει στον κόσμο η παράσταση και αν γελάνε, ίσως να μην γνωρίζει ότι ο κ. Μέντης δοκίμαζε συνεχώς, πρόσθετε και αφαιρούσε, έσβηνε και έγραφε, αναρωτιόταν τι είναι το σωστό και το καλύτερο, παρακολουθούσε με αγωνία τις πρόβες, μάλωνε με την κ. Μαρία επειδή ανακατευότανε αλλά την συμβουλευόταν πάντοτε, σταματούσε την πρόβα για να κάνει παρατηρήσεις, γελούσε, θύμωνε, είχε αντιρρήσεις, διαφωνούσε, συμφωνούσε όπως κάθε κανονικός συνεργάτης. Και χτίστηκε μια σχέση ανάμεσα μας, σχέση συνεργασίας και αμοιβαίας εκτίμησης που εξελίχτηκε σε μια ακριβή φιλία. Μια σχέση που του απαγορεύω να την μαγαρίσει για να πετύχει τους άγνωστους σε μένα στόχους του.   Όπως του απαγορεύω διά ροπάλου να μαγαρίσει τις πολιτικές μου θέσεις και πεποιθήσεις και όπως αυτές εκφράζονται στη ζωή μου και στην Τέχνη μου μέσα από μια πορεία 62 χρόνων. Αυτό να μην το ξαναπιάσει στο στόμα του ο κ. Διδάκτωρ για μένα! Η άγνοια συγχωρείται. Αυτό που δεν συγχωρείται ποτέ είναι η έπαρση και η αλαζονεία της ημιμάθειας. Ξέρουμε καλά τι τραβάει ο κόσμος από αυτούς που μιλάνε χωρίς να έχουν τίποτα να πούνε.

Τον κ. Κ. δεν τον γνωρίζω πέρα από κάποιες τυχαίες συναντήσεις. Έτσι δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τι έχει μαζί μου και η μνήμη μου δεν με βοηθά, ώστε αδυνατώ να καταλάβω το μένος του για μένα. Έτσι καταλήγω στο συμπέρασμα ότι μάλλον ανήκει σ’ εκείνα τα άτομα που προσπαθούν να ανελιχτούν χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της υπονόμευσης και της μείωσης του άλλου για να δημιουργούν θόρυβο και να εντυπωσιάζουν. Είναι παλαιά η μέθοδος και συχνά έχει πολύ καλά αποτελέσματα. Πολλοί μέσω αυτής έφτασαν αρκετά ψηλά. Αλλά δεν άντεξαν για πολύ το ύψος και γκρεμοτσακίστηκαν διαλυόμενοι εις τα εξ ων συνετέθησαν.

 

Θανάσης Παπαγεωργίου

25 Μαρτίου 2024

 

 

ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ

Για ό,τι σκέφτομαι, ας ληφθεί υπ’ όψιν ότι γνωρίζω τις εξαιρέσεις. Απλώς αυτές, όπως πάντα, επιβεβαιώνουν τον κανόνα, γι’ αυτό και δεν με συγκινεί ο αριθμός των ελληνικών έργων που παίζονται γιατί δεν βρίσκω ότι εκεί κρύβεται η επιτυχία του νεοελληνικού έργου. Το ότι κάποτε πριν από πενήντα χρόνια κατείχε μια αξιοδάκρυτη θέση στη συνείδηση επιχειρηματιών και καλλιτεχνών και σήμερα μπορούμε να καυχιόμαστε ότι παίζονται δεκάδες έργα κάθε χρόνο και αυτό είναι η νίκη του, είναι ισοδύναμο με το ότι η πληθώρα των θεατρικών σκηνών και σχημάτων αποδεικνύει το ‘’υψηλό’’ επίπεδο του ελληνικού θεάτρου και των λειτουργών του. Όταν στη εικοσαετία 60-80 αποφασίζαμε ότι είναι ιερός σκοπός η επαλήθευση της Κουνικής ρήσης πως ‘’ελληνικό θέατρο δεν νοείται χωρίς ελληνικό έργο’’ με κανένα τρόπο δεν εννοούσαμε ότι όσο περισσότερα ελληνικά έργα παίζονται τόσο κερδίζουμε τον αγώνα της καθιέρωσης του και το βγάζουμε από την ανυποληψία που είχε πέσει. Άλλωστε ελληνικά έργα παίζονταν και τότε, αλλά τι είδους έργα; Άρα ο στόχος ήταν να αλλάξει ρότα, να ασχοληθεί με τον Έλληνα, την καθημερινότητά του και τον προβληματισμό του, να αποκτηθεί ελληνική συνείδηση. Πράγματι βρεθήκανε αρκετοί νέοι συγγραφείς που πορεύτηκαν προς τα κει και προσπάθησαν να αγγίξουν με σεβασμό και ειλικρίνεια το θέμα. Βρέθηκαν και πρόθυμοι θίασοι κι έτσι κάτι ουσιώδες άρχισε να παίρνει σχήμα και χρώμα και, κυρίως, να έχει μεγάλη ανταπόκριση από το Κοινό. Αλλά επειδή αυτοί οι αγώνες δεν κερδίζονται από τη μια στιγμή στην άλλη, ούτε χωρίς την απαραίτητη αυταπάρνηση, φάνηκαν και τα πρώτα προβλήματα, γιατί ναι μεν χαρήκαμε με το μέλλον που διαγραφόταν, αλλά όμως δεν διαμόρφωνε την τομή, όπως απαιτούσαν τα πράγματα, για να μας κάνει να πιστέψουμε ότι ο αγώνας κερδήθηκε. Φευ! Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο χρειαζόντουσαν οι συνεχιστές και τέτοιοι δεν φαινόντουσαν στον ορίζοντα. Κατ’ αρχάς επενέβη η τηλεόραση και ‘’έκλεψε’’ τα μυαλά των συγγραφέων συμπαρασύροντας και ό,τι άξιο διέθετε το ελληνικό θέατρο σε επίπεδο συντελεστών. Αμέσως μετά ήρθε και η αναμενόμενη βλακώδης παρέμβαση του Υπουργείου Πολιτισμού και των διαφόρων επιτροπών των επιχορηγήσεων και ανακοίνωσαν ότι βασικό κριτήριο της επιχορήγησης ενός σχήματος θα ήταν η παρουσίαση νεών ελληνικών έργων. Και έγινε αυτό που αναμενόταν: έσπευσαν όλοι να αναζητήσουν νέα θεατρικά έργα, όπου να ‘ναι, ό,τι να ‘ναι. Και επειδή  οι μισοί Έλληνες είναι συγγραφείς και οι άλλοι μισοί ηθοποιοί, ό,τι έπεφτε στα χέρια των θιάσων παιζότανε συγκινώντας την ‘’ευαίσθητη’’ επιτροπή των επιχορηγήσεων, αδιαφορώντας για τις φωνές μας πως ότι ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός και στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε ανάγκη από πολλά έργα, αλλά από καλά έργα. Το τι σημαίνει όμως αυτό το ‘καλά’ είναι πολύ συγκεχυμένο.  Πιστέψανε ότι η εμπορική επιτυχία είναι άνθηση και αγνόησαν ότι αυτή μπορεί να στηρίζεται σε πολλούς άλλους, εντελώς διαφορετικούς παράγοντες, επιβλαβείς και αδιάφορους με το ζητούμενο. Αγνοήθηκαν, από τους ίδιους τους ημιμαθείς υπεύθυνους ολόκληρες μελέτες που παράγγειλαν οι ίδιοι για να δείξουν το ενδιαφέρον τους(τα ράφια του υπουργείου είναι γεμάτα από τόμους με προτάσεις σοβαρών θεατρανθρώπων) και, με τις ευλογίες αναρμόδιων πολιτικών ηγετών και υπάκουων επιτροπών, η ανάγκη έγινε μόδα, μια μόδα που, όπως έγραφε ο Μάριος Ποντίκας το 1980, ‘’επηρέασε το Κοινό, θόλωσε τη στάση του εκμεταλλεύτηκε την υγιή ανταπόκρισή του και καθοδήγησε τη γνώμη του’’. Και δυστυχώς το πολιτιστικό κομμάτι του τόπου μας δεν μπορεί να δουλέψει χωρίς μόδες, χωρίς επώνυμους καριερίστες πρωταγωνιστές, παραδομένους στις πονηρές πορείες που χαράζουν οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα.

Δεν έχουμε ξεμείνει από νέα θεατρικά έργα, μερικά είναι μικρά αριστουργήματα, αλλά δεν νομίζω ότι το νεοελληνικό έργο απασχολεί επί της ουσίας τους ανθρώπους του θεάτρου. Και το πρόβλημα ξεκινάει βασικά από το ότι δεν έχει κατακτήσει μια σοβαρή θέση στη συνείδηση ολόκληρης της θεατρικής κοινότητας. Η κριτική, κατ’ αρχάς, ή αυτό το πράγμα τέλος πάντων που λέγεται σήμερα κριτική, το αντιμετωπίζει με συγκατάβαση και αρνείται να του φερθεί ισάξια με το σκουπιδαριό που εισάγεται από το εξωτερικό και που το θεωρεί προκαταβολικά σπουδαίο(η ασθένεια είναι παλιά και το αναφέρω με γνώση λόγου επειδή έχω υπάρξει θύμα αυτής της απαξίωσης), οι ίδιοι οι συγγραφείς διαφωνούν με τους σκηνοθέτες τους(!), κατηγορούν τις παραστάσεις των έργων τους επειδή όλοι όσοι σκηνοθετούμε στην Ελλάδα είμαστε κατά τη γνώμη τους αμόρφωτοι και αδαείς(προφανώς από ανάγκη και με πολύ βαριά καρδιά μας έδωσαν τα έργα τους – και σ’ αυτό έχω προσωπικά πολύ πικρή πείρα - αλλά μη νομίσετε ότι ήταν και πολύ ευχαριστημένοι από τις παραστάσεις που έκανε ο Κουν…) και τέλος πάντων, αν όλα αυτά δεν πείθουν για την κατάντια μας και κινδυνέψω να αποκληθώ, ως συνήθως, ‘’θυμωμένος’’, μπείτε στον κόπο να ρωτήσετε έναν απόφοιτο της θεατρολογίας ποια είναι η θέση του ελληνικού θεατρικού έργου στις τριετείς σπουδές του. Ρωτήστε τον, αυτόν, τον φοιτητή της θεατρολογίας των Ελληνικών Πανεπιστημίων, πόσων και ποιων  νεοελλήνων συγγραφέων τα έργα έχουν αναλύσει  μέσα στην τριετία των σπουδών του. Και ακόμη, φέρτε τον σε πιο δύσκολη θέση και ζητήστε του να σας αναφέρει μερικά ονόματα νεοελλήνων θεατρικών συγγραφέων. Και  τότε θα πάρετε την απάντηση για το ποια είναι η θέση του νεοελληνικού θεατρικού έργου στο σημερινό ελληνικό θέατρο.

 

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Σεπτέμβριος 2024

 

Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ στις 12/10/2024