Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

ΕΝΑΣ ΕΦΙΑΛΤΗΣ


Πόσο κάνουν ένα κι ένα;

ΠΡΩΤΗ ΕΙΚΟΝΑ

Το ‘λε­γε συ­χνά στις πα­ρέ­ες του. «Θα ‘θε­λα να μου χά­ρι­ζε ο θε­ός με­ρι­κά χρό­νια ακό­μη, μό­νο και μό­νο για να μπο­ρέ­σω να δια­βά­σω τα βι­βλία που δεν πρό­λα­βα να δια­βά­σω. Εί­κο­σι τριά­ντα χρό­νια ακό­μη, μό­νο για διά­βα­σμα». Εί­ναι αλή­θεια ότι τα βι­βλία στοι­βα­ζό­ντου­σαν πά­νω στο γρα­φείο του έτσι που δεν εί­χε χώ­ρο να ακου­μπή­σει ού­τε το φλι­τζά­νι με τον κα­φέ του. Εί­ναι αλή­θεια ότι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι φί­λοι και γνω­στοί του, στη γιορ­τή του, τα γε­νέ­θλιά του, τις Πρω­το­χρο­νιές και τα Χρι­στού­γεν­να, σε κά­θε ιδιαί­τε­ρη στιγ­μή της κα­ριέ­ρας του, του έκα­ναν δώ­ρα βι­βλία, αλ­λά κι αυ­τός, όπο­τε βρι­σκό­ταν σε βι­βλιο­πω­λείο έφευ­γε με πέ­ντε έξη νέ­ες εκ­δό­σεις, νέ­ες με­τα­φρά­σεις κλα­σι­κών κει­μέ­νων, μπο­ρεί να εί­χε την Αντι­γό­νη του Σο­φο­κλή σε δώ­δε­κα με­τα­φρά­σεις και τον Ηλί­θιο του Ντο­στο­γιέφ­σκι σε τρεις. Και αν ανα­κά­λυ­πτε κι άλ­λη και­νούρ­για θα την έπαιρ­νε. Του άρε­σε να βά­ζει δί­πλα-δί­πλα τις με­τα­φρά­σεις, να δει τις δια­φο­ρές, να συ­γκρί­νει. Και η στοί­βα των βι­βλί­ων αυ­ξα­νό­τα­νε πά­νω στο γρα­φείο του, εί­χε ήδη γε­μί­σει τις βι­βλιο­θή­κες του με δι­πλές σει­ρές βι­βλί­ων και τον τε­λευ­ταίο και­ρό εί­χε αρ­χί­σει να βά­ζει και στο πά­τω­μα ντά­νες τα δώ­ρα και τις αγο­ρές, σε βαθ­μό που η κυ­ρία Γε­ωρ­γία, η Βο­ρειοη­πει­ρώ­τισ­σα, του έλε­γε πως δεν μπο­ρεί πια να βά­λει ηλε­κτρι­κή σκού­πα χω­ρίς να σκα­λώ­νει πά­νω στις ντά­νες, με­ρι­κές να τις γκρε­μί­ζει και άλ­λες να τις γδέρ­νει λί­γο στην άκρη, κά­τι που δεν του άρε­σε κα­θό­λου, για­τί με τα βι­βλία εί­χε μια υστε­ρία, τα ήθε­λε ατσά­κι­στα και χω­ρίς φθο­ρές στο εξώ­φυλ­λο και οι καυ­γά­δες έπαιρ­ναν κι έδι­ναν. Και, αμάν πια, τι θα τα κά­νε­τε τό­σα βι­βλία, κα­λέ; Δεν φτά­νει όσο δια­βά­σα­τε στη ζωή σας, εί­ναι δυ­να­τόν να τα μά­θε­τε όλα;
Και τον άκου­σε λοι­πόν ο θε­ός και του χά­ρι­σε εί­κο­σι επτά χρό­νια ζω­ής, τό­σο υπο­λό­γι­σε ότι θέ­λει για να δια­βά­σει τα αδιά­βα­στα βι­βλία που εί­χαν μα­ζευ­τεί στο γρα­φείο και στο πά­τω­μα και στα δι­πλά και τρι­πλά ρά­φια των βι­βλιο­θη­κών του σα­λο­νιού και της κρε­ββα­το­κά­μα­ράς του, με τον όρο ότι θα δια­βά­ζει από το πρωί μέ­χρι το βρά­δυ, δεν θα κά­νει τί­πο­τα άλ­λο, όλες του τις ανά­γκες θα φρό­ντι­ζε να του τις κα­ταρ­γή­σει, δεν θα άφη­νε τί­πο­τα να τον απο­σπά από το διά­βα­σμα, δέ­κα έξη ώρες την ημέ­ρα διά­βα­σμα και οκτώ ύπνο. Τί­πο­τε άλ­λο. Εν­θου­σιά­στη­κε. Επί τέ­λους θα πραγ­μα­το­ποι­ή­σει το όνει­ρό του!

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΙΚΟΝΑ
 
Τη νύ­χτα, εδώ και τρία-τέσ­σε­ρα χρό­νια, συ­νή­θως γύ­ρω στις τέσ­σε­ρις με πέ­ντε το πρωί, χει­μώ­να κα­λο­καί­ρι, ακού­με να ‘ρχε­ται από τον ακά­λυ­πτο η φω­νή ενός άντρα, ακα­θό­ρι­στης ηλι­κί­ας –μπο­ρεί 70, μπο­ρεί και 50 ή και 85–, βρα­χνια­σμέ­νη, σπα­ρα­κτι­κή στην προ­σπά­θειά της να διεκ­δι­κή­σει το δί­κιο που του πνί­ξα­νε κά­ποιοι, κά­ποιος, δεν εί­ναι σα­φές. Μοιά­ζει σαν δρα­πέ­της ψυ­χια­τρι­κής κλι­νι­κής, ή ένας ισο­βί­της κα­τά­δι­κος που κά­ποια στιγ­μή κα­τά­φε­ρε και βγή­κε έξω από το κε­λί του. Μι­λά­ει για κά­ποιο συ­γκε­κρι­μέ­νο πρό­σω­πο, δεν κα­τα­λα­βαί­νεις αν πρό­κει­ται για γυ­ναί­κα ή άντρα. Δεν λέ­ει ολο­κλη­ρω­μέ­να νο­ή­μα­τα, ού­τε ολο­κλη­ρω­μέ­νες φρά­σεις κραυ­γά­ζει, για τις αδι­κί­ες που του ‘χου­νε κά­νει –κά­ποιοι γνω­στοί του; οι γο­νείς του; κά­ποια γυ­ναί­κα; τα παι­διά του; δεν εί­ναι σα­φές ού­τε αυ­τό– ού­τε η μία φρά­ση εί­ναι συ­νέ­χεια της προη­γού­με­νης, πη­δά­ει από το ένα στο άλ­λο, σαν να ‘ναι πά­ρα πολ­λά αυ­τά που θέ­λει να πει, η μό­νη του συ­νέ­πεια εί­ναι ο θυ­μός του. Πο­λύς θυ­μός. Και ξε­φω­νί­ζει άγρια μέ­σα στη νύ­χτα.
«Κρε­μά­στε τη την που­τά­να που δεν μας λέ­ει πού το βρή­κε το σπα­θί; Μω­ρή ξε­κω­λιά­ρα πό­σους έσφα­ξες, μί­λα! Ανοίξ­τε τα υπό­γεια του πύρ­γου να δεί­τε τι γί­νε­ται. Πτώ­μα­τα! Πτώ­μα­τα! Σκο­τώ­στε τους όλους, βρω­μιά­ρη­δες θε­ο­μπαί­χτες, θα επι­τε­θούν ξα­νά. Ουστ, κο­πρό­σκυ­λα, γα­μη­μέ­νοι πο­λι­τι­κοί. Ίδιοι όλοι σας ανά τους αιώ­νας των αιώ­νων. Λα­ερ­τιά­δη διο­γε­νή, πο­λύ­τε­χνε Οδυσ­σέα, ορ­γή θε­ού και τ’ άμε­τρο κρα­σί μ’ εξο­λο­θρεύ­σαν. Χρι­στια­νοί, σου λέ­ει. Η Κασ­σάν­δρα, η Κασ­σάν­δρα, μό­νο αυ­τή! Αχ, Αγα­μέ­μνο­να, τι σου ‘μελ­λε! Τον έσφα­ξε η σκύ­λα μα­ζί με τον γκό­με­νο. Οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνεί­αθ᾽ ἑτοῖμα προ­κεί­με­να χεῖρας ἴαλ­λον. Να φά­τε πει­να­σμέ­νοι και να πιεί­τε το αί­μα των λα­ών, κα­θάρ­μα­τα Βαυα­ροί. Ο Χρι­στός, ο Χρι­στός, κά­θι­σε και τον φά­γα­νε και με­τά τους έσπρω­ξε στις σφα­γές. Φο­νιά­δες των λα­ών, σταυ­ρο­φό­ροι, ρε­που­μπλι­κά­νοι, Τόρ­ρη­δες, μπολ­σε­βί­κοι, φα­σι­στό­μου­τρα κομ­μου­νι­στές. Γα­μιέ­στε όλοι. Τους μπέρ­δε­ψες και φύ­γαν οι Πέρ­σες άρον άρον απ’ τη Σα­λα­μί­να και ποιος εί­ναι τί­μιος να μας πει πό­σα κά­νουν ένα κι ένα; Εε­εε;»
Κι αρ­χί­ζει να πε­τά­ει βι­βλία στα μπαλ­κό­νια μας, άλ­λα τα ξε­σκί­ζει και πιά­νει και μα­σά­ει τα φύλ­λα τους και με­τά τα φτύ­νει, μια μέ­ρα πή­γε να βά­λει φω­τιά σε κά­ποια που κρα­τού­σε αλ­λά κά­ποιος τον συ­γκρά­τη­σε, για­τί ακού­στη­κε μια φω­νή «Θα μας κά­ψεις, το κα­τα­λα­βαί­νεις;», «Να σας κά­ψω», απά­ντη­σε, «να ᾽ρ­θε­τε να μου πεί­τε πό­σο κά­νουν ένα κι ένα, ρε πού­στη­δες! Με κο­ροϊ­δέ­ψα­τε όλοι σας! Που­τά­νες όλοι σας!». Κι εδώ πα­τά­ει μια υστε­ρι­κή φω­νή, πιο δυ­να­τή από πριν, ξυ­πνά­ει κι αυ­τούς που δεν εί­χαν ξυ­πνή­σει μέ­χρι τώ­ρα. Μια φω­νή που φτά­νει μέ­χρι τον ου­ρα­νό.
«Λέ­γε, μω­ρή, πό­σα κά­νουν ένα κι ένα; Ξυ­πνή­στε όλοι μην κοι­μά­στε, ρε­ε­εε. Πάρ­τε και δια­βά­στε, ρε, να μου πεί­τε πό­σο κά­νουν ένα κι ένα! Πό­σα κά­νουν ένα κι ένα;»
Προ­φα­νώς κά­ποιος από το πε­ρι­βάλ­λον του τον μα­ζεύ­ει μέ­σα, για­τί ακού­γε­ται η φω­νή του να σβή­νει, κά­ποια πα­τζού­ρια κλεί­νουν με θό­ρυ­βο, μα­ζευό­μα­στε κι όσοι βγή­κα­με στα μπαλ­κό­νια μας. Άλ­λη μια νύ­χτα με εφιάλ­τες. Αύ­ριο πά­λι. Πη­γαί­νο­ντας προς το κρε­βά­τι έρι­ξα ασυ­ναί­σθη­τα μια μα­τιά στη βι­βλιο­θή­κη.
Ανα­τρί­χια­σα;

Δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό xartismag στις 13.1.2020

1 σχόλιο:

  1. Το κείμενό σας χειμμαρώδες, μια καταπληκτική ερμηνεία στο "αχ σπούδασα φιλοσοφία και νομική και ιατρική, κι αλίμονο θεολογία με κόπο και επιμονή. Και να να' μαι εδώ σε τόσα φώτα, το ίδιο μωρός, όπως και πρώτα". Ο Γκαίτε μας έμαθε πως οι συμφωνίες με το διάβολο δεν έχουν αίσιο τέλος, κι εσείς με τη λογοτεχνική σας πένα μας επιβεβαιώσατε ότι ούτε με τον Θεό έχουν αίσιο τέλος, ειδικά όταν βασίζονται σε ένα "δούναι και λαβείν". Αν θα έπρεπε σε μια υποθετική κατάσταση να επιλέξετε ανάμεσα στον "ανεόρταστο" βίο του ανθρώπου που μοναχά διαβάζει και αποκτά σοφία άνευ προσωπικής εμπειρίας και στον πιο επιφανειακό βίο του ανθρώπου που μαθαίνει μόνο εμπειρικά, ποιον θα επιλέγατε; Και τελικά όταν σε ένα τραπέζι υπάρχει ασυμφωνία, ποιος έχει συνήθως δίκιο, ο ειδήμων ή ο εμπειρικός γνώστης;

    ΑπάντησηΔιαγραφή